Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Τι είπε το σαλιγκάρι

Μηλιαράς Μηνάς

Ξύπνα δέντρο. Άκουσε τα ίδια σου τα φύλλα. Μια γρήγορη ματιά τριγύρω και έπειτα ένας κρότος δυνατός, σα χίλιες αστραπές ταυτόχρονες. Άλλο να ακούς την αστραπή να πέφτει, κάπου μακριά από 'σένα, κι άλλο να πέφτει στο ψηλότερό σου κλαδί. Σκίστηκες στη μέση και το ουρλιαχτό σου ήταν δυνατότερο κι απ’ τη βροντή που έπεσε επάνω σου.

Η υπόλοιπη βλάστηση τριγύρω σώπασε. Τα ταπεινά χόρτα που τόση ώρα χασκογελούσαν με τις βραδυνές στάλες της βροχής σάστισαν και σοβάρεψαν. Το δέντρο που είχαν για όλη τους την μικρή ζωή από πάνω τους, τώρα έτριζε από τον πόνο. Μερικές μαργαρίτες άρχισαν να σιγοκλαίνε, φοβούμενες οτι η βροχή θα ρίξει τον ουρανό στα λουλούδια τους. Το μόνο που δεν έδειχνε να λυπάται ήταν ένα μοναχικό αγκάθι που την κορυφή του στόλιζε ένα μοβ λουλούδι. Το αγκάθι συνέχιζε να κοιτά με ενδιαφέρον την εξέλιξη των πραγμάτων. Ένας κεραυνός λοιπόν και το δέντρο άρπαξε φωτιά που η βροχή δεν έδειχε ικανή να την σταματήσει. Το τεράστιο δέντρο πέθαινε αργά, με έναν θάνατο που έμοιαζε παγανιστική τελετή μέσα στην νύχτα. Συνέχιζε να πονά, όμως τώρα πια απλά έκλαιγε μουρμουρίζοντας. Το αγκάθι έβγαλε μια τσιριχτή κραυγή προς τα υπόλοιπα χαμόφυτα γύρω απ’ το δέντρο: «τι κλαίτε όλοι σας; τώρα ο ήλιος θα είναι όλος δικός μας, ηλίθιοι!». Οι μαργαρίτες σταμάτησαν το κλάμα. Τα χόρτα άρχισαν πάλι να χασκογελούν, κάνοντας μπάνιο τα γεμάτα χώμα φύλλα τους πλάι στην θεαματική φωτιά. «Ηλίθιοι!» επανέλαβε το αγκάθι. «Τίποτα δεν καταλαβαίνετε. Τόσο καιρό παρακαλούσα να πάθει κάτι το δέντρο. Κάποιος με καταράστηκε, δεν εξηγείται αλλιώς! Ήρθα κι έπεσα σ’ αυτό το σημείο. Μα που να το ‘ξερα πως ήταν το πιο ψηλό δέντρο του δάσους; Ένας μικρός σπόρος ήμουν μονάχα και δεν είχα καν μάτια για να βλέπω. Ο άνεμος με παρέσυρε όπου ήθελε. Εγώ είμαι αγκάθι, έχω ανάγκη από αγάπη! Το δέντρο αυτό, δεν με καλημέρισε ποτέ. Κι όταν έβγαλα τα πρώτα μου φύλλα, ανάγκη από ήλιο είχα κι όμως, εκείνο στεκόταν πάντοτε ψηλά και δεν ενδιαφερόταν για τίποτε άλλο, παρά μόνο πως θα μαζεύει όλο τον ήλιο για τον εαυτό του. Καταραμένος είμαι και κατάρα λοιπόν του έριξα και εγώ τότε». Και πρόσθεσε γελώντας: «Να λοιπόν που έγινε. Να λοιπόν που έζησα για να το δω κι αυτό.» Οι μαργαρίτες άνοιξαν τα λουλούδια όσο μπορούσαν περισσότερο. «Επιτέλους, ηλίθιοι φίλοι μου, η μητέρα μας... τιμωρεί πάντοτε τους υπερόπτες του δάσους!»

Καθώς η φωτιά άφηνε πίσω της έναν κορμό από στάχτη, όσο κατέβαινε προς τα κάτω, ένα τεράστιο κλαδί έμεινε ανήμπορο να σταθεί από τον καρβουνιασμένο κορμό. Πέφτοντας έκανε τόσο θόρυβο που διέκοψε το χαχανητό του. Το αγκάθι γύρισε και κοίταξε προς τα πάνω. Δεν πρόλαβε ούτε καν να δει τι ερχόταν. Το μεγάλο κλαδί έπεσε μονοκόμματα και τσάκισε το αγκάθι στα δύο, συνθλίβοντας το μοβ του λουλούδι. Το αγκάθι έβγαλε μια τελευταία τσιριχτή κραυγή.

«Δεν θα χαρείς ποτέ τον ήλιο!» του είπε πεθαίνοντας το δέντρο.

Τα υπόλοιπα φυτά βρέθηκαν σαστισμένα για άλλη μια φορά. Και πριν προλάβουν να σχολιάσουν μεταξύ τους τι έγινε, ήρθαν κάτι πλάσματα που έμοιαζαν σαν κάφροι, ήταν όμως ντυμένοι πυροσβέστες και μάλιστα έδειχναν βιαστικοί. Πάτησαν όλα τα φυτά και τα βύθισαν με τις μπότες τους στην λάσπη και την στάχτη που έπεφτε, συνθλίβοντας τα λιγοστά φύλλα που είχαν. Και σέρνοντας τις μάνικές τους στο χώμα, ξερίζωσαν όλες τις μαργαρίτες που μία-μία πέθαινε και έτσι σταματούσε το κλάμα και η μουρμούρα τους που βύθιζε το δάσος σε πένθος.

Η βροχή σταμάτησε, η φωτιά έσβησε και οι πυροσβέστες πήραν τον πούλο. Δεν έμεινε τίποτε πίσω για να γελάει, να κλαίει ή έστω να μουρμουρίζει. Μονάχα μια νεκρική σιγή που ακολουθούσε τον θάνατο των φυτών, ίσως και να ακουγόταν το ανέμελο σφύριγμα ενός μύκητα που έπιανε δουλειά στην στάχτη, ίσως και όχι, όλοι θα περιμένουν μέχρι την γέννηση των επόμενων σπόρων στο ίδιο σημείο. Για να πιάσει και πάλι πυρκαγιά, να έρθουν οι κάφροι να την σβήσουν και να πατήσουν τις κουτές μαργαρίτες.

Την ιστορία μου την διηγήθηκε ένα σαλιγκάρι που βρίσκονταν στο περιστατικό και έδωσε κατάθεση στους πυροσβέστες την ίδια κιόλας νύχτα. Έπειτα σύρθηκε αργά αργά για έναν γειτονικό κήπο και μέχρι να φτάσει είχε κιόλας ξημερώσει. Άραξε σε ένα μαρούλι να απολαύσει τον ήλιο, χωρίς να φοβάται τα πουλιά που καραδωκούσαν πετώντας σε κύκλους από πάνω του και το κοιτούσαν με λαιμαργία. Κανένα όμως δεν τολμούσε να επιτεθεί, διότι το σαλιγκάρι είχε μόλις μπει σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων.

πηγή: http://amonibooks.blogspot.com/search/label/Μηνάς%20Ν.%20Μηλιαράς

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2008

ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ... James

ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Το παρελθόν ξαναχτύπησε μου ‘σπασε το δίκοπο σουγιά
Χάραξε το σαββατιάτικο απόγευμα χωρίς να ξεφωνίζει στα μακρόστενα πεζοδρόμια.
Η αποπλάνηση δημοσιεύτηκε με κεφαλαία ήταν το πρώτο θέμα στην ψυχική μου εφημερίδα
Το διάβασα πόσο ονειροπόλο ήταν όταν η αναθύμηση και το μέλλον με συνεπαίρνει.
Η ταχύτητα του σταθερού κινητού επιταχύνθηκε, το μυαλό άρχισε να αποδεκατίζεται
Κι όμως η πραγματοποίηση ήταν τόσο κοντά, πολύ κοντά νόμιζες θα την αγγίξεις, θα την απολαύσεις.
Τα μαύρα μάτια λαμπύρισαν σπινθηροβόλα τόσο που παραλίγο να σκοντάψεις
Στην οκνή πέτρα που λιαζόταν στην καυτή άμμο.
Αν καταλάβαινες πόσο διαφορετικά σκέφτομαι, τι μ’ ενδιαφέρει, τι αναζητώ
Δε θα καθόσουν έρημη στον τάφο να με περιμένεις, θα ‘βγαζες την άθλια μαβιά μάσκα σου.
Όσο κι τρέξεις το ποδήλατο δε θα το φτάσεις
Ακολούθα το τρένο της ελευθερίας και της αμφιβολίας
Αναζήτησε τη χαμένη γόπα των παλιών επαναστατών.

ΦΥΓΕ ΜΑΚΡΙΑ ... James

ΦΥΓΕ ΜΑΚΡΙΑ

Το ηθικό σου πεσμένο, ξεχασμένο μπροστά στα άγρια σκυλιά
Φύγε μακριά φύγε μακριά
Ο τόπος για σένα μια σκληρή μοιρασιά
Διώξε το θεϊκό σημάδι, φύγε μακριά πέρα μακριά
Ανάσανε τη δόξα ρώτα γι αυτούς
Και φύγε μακριά φύγε μακριά
Το εμβατήριο της δυστυχίας σε πρόδωσε ξανά
Πάρε αυτό που θέλεις και φύγε μακριά.
Η ανάσα σου με πλήγωσε με κάρφωσε ψηλά
Η αναβίωση δεν πέτυχε σκάψε πιο βαθιά
Σκάψε να ‘βρεις να ‘βρεις το θησαυρό
Σκάψε πιο βαθιά η ζωή είναι πιο γλυκιά
Ρώτα και τους δίπλα σου κάτι θα σου πουν
Ο Alvin χαμογέλασε μίλησε σκληρά
΄΄Δεν υπάρχει τίποτα χάθηκαν όλα πια
μη βασανίζεσαι άλλο φύγε μακριά΄΄
Η Gilda θα σ’ ακολουθεί όπου κι αν γυρνάς
Προχώρα μην κοιτάς πίσω φύγε μακριά.
Ουτοπιστής γεννήθηκες ρεμάλι περπατάς
Φύλαξε τις ιδέες σου φύγε μακριά.
Τα μαύρα κουφάρια χάθηκαν ξανά
Πήγαινε να τα ψάξεις και φύγε μακριά.
Όλα είναι μια σκληρή μοιρασιά

ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΚΑ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗ ΖΩΗ ... James

ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΚΑ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗ ΖΩΗ

Καθόμαστε στην πλατεία van Robinson, χαχανίζουμε γελάμε
Όλα τα αγαθά ο κόσμος είναι δικός μας δεν θα χαθούμε
Αγαπάμε την ελευθερία τον ελεύθερο τρόπο ζωής.
Ο ύπνος βαθύς η ειρήνη η φιλία μαζί μου.
Όλοι θα ζήσουμε μαζί δεν θα μας εξουσιάσουν
Οι μπάσταρδοι της απολυταρχικής ιδιοκτησίας.
Τον τζιν παντελόνι μου σκίστηκε δεν με νοιάζει αδιαφορώ.
Τα μαλλιά μου μακριά άπλυτα βρώμικα πετάνε εδώ και κει
Τα γένια μου το χακί μου πανωφόρι κουρελιάστηκε
Δε θα μ’ ένοιαζε τόσο όσο η ίση μεταχείριση μεταξύ μας.
Τριγυρνώ εδώ και κει μαζί με πλήθος φίλους μου
Περνάμε μια συνοικία αριστοκρατική κοροϊδεύουμε
Οι μπάτσοι μια ντουζίνα μπρος ορμάτε παιδιά.
Η κοινοβιακή κουλτούρα με πότισε με τραγούδια του Joe και του Jimmy
Σκοτώνω την ώρα βλέποντας μια συναυλία στην δύσφημη συνοικία του Μπρόνξ.
Όλοι μαζί ακολουθούμε τον ρυθμό της επανάστασης
Μαζί με τον Jim θα υπερνικήσουμε τα αισχρά εμπόδια.
Βγάλε το μαστίγιο από την τσέπη βοήθα τον συνάνθρωπό σου
Όλοι μαζί στη διαδήλωση κάπνισε το ναρκωτικό φίλε
Σ’ εσένα το ρομαντικό όνειρο θα βρει σταθερές βάσεις
Οι χίπηδες και γω οι περιθωριακοί και γω
Εξορμούμε αδιάκοπα, ζούμε με τη δική μας ζωή.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ‘60 ... James

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ‘60

Κοιτάζεις
Σιχαίνεσαι με ότι βλέπεις
Οι Ρώσοι που μας διακήρυτταν τον κομμουνισμό, τον μαρξισμό
Χάθηκαν, αφανίστηκαν.
Οι Αμερικανοί έβαλαν μπρος το σχέδιο του τρελλόγερου
Είχαν δίκιο οι επαναστάτες του ‘60
Τα λόγια του Γιάννη και της Μαρίας βγήκαν αληθινά
Αφού ο κόσμος δεν γκρεμίστηκε ακόμη
Πρέπει να τους φορέσουμε γυαλιά
Καλά έλεγε ο γέρο Νιόνιος πως ο κόσμος δεν είναι αληθινός
Για ρώτα όμως και τους ηλίθιους ρεπουμπλικάνους
Τα όπλα που έφτιαξαν αυτοί σκοτώνουν εμάς
Δεν είναι κατάσταση αυτή
Για θυμήσου και τα παιδιά του ’60 με τις κοκινόμαυρες σημαίες
Θυμίσου τους αγώνες των φοιτητών των νέων
Πίστευαν στη δημιουργία της δικής τους ζωής
Ορμούσαν κατά των αφεντικών και των καθιερωμένων ιδεών
Πάλευαν για σένα για μένα και για οποιονδήποτε
Που ζητούσε την ελευθερία
Ή μήπως κάνω κάποιο λάθος κύριε Smith
Όλα όσα συνέβησαν μετά από είκοσι χρόνια μένουν άθικτα
Μην λησμονείς λοιπόν τις θυσίες των προκατόχων σου Roger
Γιατί ποιος ξέρει μπορεί να διαλύσεις το libido των εξουσιών.

ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ... James

ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Ξέρω πως εκεί που βρίσκεσαι δύσκολα χαίρεσαι
Νομίζω το άγχος του σύγχρονου αετού σε παρέσυρε
Τα club και η ξεγνοιασιά σε αλλοτρίωσαν
Μη νομίζεις πως το πέτσινο μπουφάν σου θα σε σώσει
Το παιγνίδι το έχασες τα λεφτά σου έκαναν φτερά
Τα μαλλιά σου ίσα-ίσα που στέκονται
Ξέρεις πως έχεις πάρει δύσκολη τροχιά
Αλλά το κέρινο ποδήλατό σου θα σε σώσει
Από κάθε λάθος οδυνηρό
Το stress του Κολωνακίου μια παγοκολώνα
Η αδερφή σου σε ρωτά ψυχρά
΄΄Αν έφευγες από το παλάτι του σκότους
νομίζεις πως θα χαιρόσουν αληθινά;΄΄
Όμως η καυτή στάση σου σε ημέρεψε
Σ’ έβγαλε με κόκκινο στην εθνική οδό
Να περιμένεις το τρένο των οχτώ
Για κάποιο μέρος αχανές παντοτινό
Αχ! Ας ήξερες πως εδώ που βρίσκομαι σε κοιτώ
Σπαράζει η καρδιά μου γι αυτό θα ‘ρθω να σε βρω
Και να ξέρεις σίγουρα πως θα σε ξαναδώ
Με την τελευταία νίκη του ποδιού μου ενάντια στο θάνατο
Σ’ άγγιξα σ’ άγγιξα έβγαζες τις κάλτσες σου
Όταν σ’ άγγιξα στην αρένα
των ταυρομάχων της Μαδρίτης

Προβληματισμοί

Τελικά το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να μάθει ο καθένας μας πρώτο στη ζωή του είναι να αποδεχτεί το θάνατο.
Μα ποιες είναι οι απαντήσεις που θα του δοθούν και από ποιον;
Είναι μήπως θέμα καθαρά του χαρακτήρα που κουβαλά ο καθένας μας κι αν ναι τότε οι απαντήσεις θα δοθούν σε πολύ νεαρή ηλικία κι αυτοί που θα τις δώσουν θα πρέπει να είναι φυσικά οι γονείς του.
Με ποιο τρόπο όμως θα μπορούσες νεαρός να μάθεις να αποδέχεσαι το θάνατο με τέτοια φυσικότητα όπως αποδέχεσαι τη γέννηση;
Τι τρόπο θα μπορούσαν να σκαρφιστούν οι γονείς για να μάθουν τα παιδιά τους να μη τρομάζουν μπροστά σ’ αυτό το απολύτως φυσικό φαινόμενο;
Μήπως αδιαφορώντας πλήρως γι αυτό;
Μήπως μελετώντας αυστηρά οι γονείς και τα συμπεράσματα με όμορφο τρόπο να τα μεταδίδουν στους απογόνους;
Τι θα μπορούσε να απαλύνει τον πόνο που νιώθει ο καθένας για κάποιο αγαπημένο πρόσωπο που ΄΄φεύγει΄΄;
Τι θα μπορούσε να απαλύνει το δικό μας φευγιό όταν έρθει η ώρα για αναχώρηση;
Μακάρι να μπορούσα να μιλήσω γι αυτά.
Είναι πέρα από τις γνώσεις μου και πιστεύω και κάθε ανθρώπου όσο μεγάλος φιλόσοφος κι αν είναι.
Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου στοιχίζει πολύ, πάρα πολύ και μάλιστα μερικές φορές σε τέτοιο βαθμό που αρχίζεις θολώνεις και σκέφτεσαι πράγματα που δε θα ‘πρεπε να σκεφτείς γιατί μπορεί κάποιοι σοφοί να αδυνατούν να δώσουν τέτοιες απαντήσεις περί θανάτου αλλά δίνουν πολύ όμορφες απαντήσεις περί ζωής και συ είσαι μέρος της.
Μια απ’ αυτές που στο παρελθόν διάβασα έλεγε πως θα ήταν αχάριστος ο άνθρωπος ο οποίος δεν θα εκτιμούσε όλες τις στιγμές που του προσφέρονται για να ζήσει.
Θα πρέπει να εκτιμά κάθε λεπτό που περνάει στη ζωή του και να μην κάνει το κάθε λεπτό προσωπικό του μαρτύριο δίνοντας σημασία για κάτι που έχει πλήρη άγνοια και πλήρη άγνοια για τον θάνατο έχουμε όλοι μας.

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2008

Απόσπασμα απο το βιβλίο Ανώδυνη Αλήθεια

Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο που προσπαθώ να γράψω εδώ και χρόνια. Ο Φαρ-Κα είναι φυσικά ο πρωταγωνιστής κι αυτός βιώνει τα παρακάτω στην αρχή του οδοιπορικού του.



Συχνά ονειρεύομαι παραδεισένια τοπία.
Το πράσινο κυριαρχεί στην οπτασία μου. Αφουγκράζομαι και ανασαίνω ανάλαφρα.
Γαληνεύω καθώς η ψυχή μου αγαλλιάζει βλέποντας αυτά που ονειρεύομαι.
Αυτά με κάνουν αληθινά ευτυχισμένο.
Ο άνεμος χαϊδεύει το εγώ μου και γω τον αγκαλιάζω, τον κάνω δικό μου.

Σαν φύτρα μέσα στη μήτρα της φύσης αγάπησα τη ζεστασιά της μητέρας γης.
Η φύση είναι η μητέρα μου κι ο άνεμος έγινε αδελφός μου.
Πατέρας μου ο ήλιος.
Μόνον έτσι εξηγούνται όλα.

Τα χρώματα διαδέχονται το ένα το άλλο από τη γέννησή μου.
Αγάπησέ με μητέρα γη, δώσμου αυτό που κανένας δεν τολμά στα αλήθεια να ζητήσει.
Αγάπησέ με πατέρα ήλιε. Πάρε με στην αγκαλιά σου κι άσε τη ζέστη που κουβαλάς να με διαπεράσει από πάνω ως κάτω.
Δώσε μου να πιω τις καθάριες σου αχτίδες απ’ το αγνότερο ποτήρι που υπάρχει.
Μου ανήκει.

Αγάπησέ με ξανά και ξανά.
Αγάπησέ με έτσι όπως κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να αγαπήσει.
Ανοίγομαι για σένα και απορροφώ όλη την ενέργεια που μπορεί τούτο το κορμί και τούτη η ανάσα να πάρει.
Η αγκαλιά μου τεράστια δικαιώνει όσους με πιστέψανε.
Αφήνομαι σ’ όλα τα αδέρφια μου και γαληνεύω.

Γίνομαι ένα με το ποτάμι, γλιστρώ σαν ψάρι και χαϊδεύω κάθε μόριο νερού που μ’ αγγίζει..
Η αγάπη μου δεν έχει όρια.
Γίνομαι άνεμος και φυσάω απαλά στα ράμφη των πουλιών που πετάνε μέσα μου.
Τρέφονται από μένα και γω αφήνομαι.
Γίνομαι βουνό ιερό εκεί όπου μόνο μυημένοι θα ‘ρθούν.
Τους δίνω τα οράματά τους, μου δίνουν αυτό που μου ανήκει.
Είμαι δικός τους και γαληνεύω ξανά.

Το πράσινο κυριαρχεί στη καρδιά μου.
Λόφοι υψώνονται εμπρός μου έτοιμοι να μ’ αγαπήσουνε.
Προσφέρομαι με όλο μου το είναι.
Τα αδέρφια μου χαμογελάνε. ΄΄Δημιούργησες΄΄ μου φωνάζουν.
Το γέλιο μου καθάριο σαν τα νερά του ρυακιού που διασχίζουν το κορμί μου.
Το δέρμα μου σαν το φλοιό της γης, άτρωτο, αθάνατο κάνει το παν για ν’ αγαπηθεί.

Έτσι ένοιωθα και ο χρόνος δεν πέρναγε από πάνω μου.
Με ξέχασε καθώς δεν του έδινα την πρέπουσα σημασία που του δίνουν οι άνθρωποι, γιατί εγώ ξέφυγα από την μιζέρια τους και του χρόνου την μιζέρια μαζί.

Έντονα συναισθήματα με κυριεύανε και σκληραίνανε τον εσωτερικό μου κόσμο. Ένοιωθα πλασμένος για την φύση και την ευχαριστούσα κάθε μέρα σχεδόν γι αυτό.
Άρχισα να βλέπω τελείως διαφορετικά τον ρόλο μου και σιγά σιγά να τον αποδέχομαι.

Γεννήθηκα γι αυτόν και θα αιωρηθώ στην αιωνιότητα, μετατρέποντας το σώμα μου σε λυχνάρι, όπου θα λάμπει σε κάθε φτερούγισμα, δίνοντας την λάμψη μου για όποιον την ζητήσει.

Ο Γιος Της Σεμέλης

Ο Γιος Της Σεμέλης


Η φωτιά που άναψε μέσα σου δεν έσβησε ακόμη,

Έκαψε το θνητό που κυριαρχούσε και γέννησε θεό,

Θεό άσημο, διωγμένο, κυνηγημένο, μα πάντα νικητή,

Νικητή στον άνισο αγώνα σου με το θάνατο,

Θάνατο που ξεπέρασες αφότου γεύτηκες του Σόμα* την απόλαυση,

Απόλαυση που ξεπέρασε τη πληρότητα των ημερών,

Ημερών που γευόσουν στη θνητή ζωή σου,

Ζωή σου που άλλαξε αφότου γνώρισες

τον Γιο Της Σεμέλης.





* Στην Ινδική Βέδα Σόμα σημαίνει τον χυμό του φυτού που χρησίμευε για τις σπονδές των θεών. Οταν προσωποποιήθηκε η σπονδή και έγινε θεότης, η οποία μεσολαβεί ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους, ο Σόμα επωνομάσθηκε Βίνας δηλαδή αγαπημένος. Οι Αριοι, που ήρθαν στην Ευρώπη και ειδικά στην Ελλάδα, αποκάλεσαν τον χυμό των σταφυλιών οίνο ή vino

Οι Άγριοι

Ακολουθούσα τα χνάρια του ζώου πολλές μέρες τώρα. Γεννημένος κυνηγός ήξερα πολύ καλά πως χρειαζότανε υπομονή για ένα τόσο μεγάλο θήραμα.
Πολλές φορές είχα την εντύπωση πως το ζώο που κυνηγούσα μ’ είχε μυριστεί άλλες πάλι φορές όμως ήμουν σίγουρος πως δεν με είχε καταλάβει.

Μέρες πριν, όταν αποφάσισα πως τούτο το ζώο πρέπει κάποιος να αναλάβει να το σκοτώσει, πίστευα πως θα έφτανα στο στόχο μου το πολύ σε δυο τρεις μέρες, μα είχαν περάσει ήδη δεκαεπτά από την ημέρα εκείνη και τίποτα ακόμη δεν είχε γίνει.
Τα ίχνη που άφηνε, ήταν πολύ καθαρά πάνω στη γυμνή γη και έτσι δεν ήταν δύσκολο να εντοπιστούν.

Μόνο δυο φορές στη διάρκεια αυτού του κυνηγιού κόντεψα να χάσω τα ίχνη του, όταν είχε περάσει πάνω από μια γυμνή έκταση από πέτρες, μα το έμπειρο μάτι μου με βοήθησε, ώστε να δω τα γδαρσίματα των νυχιών του πάνω στους βράχους και να τα ακολουθήσω.
Την δεύτερη φορά, ήταν όταν το ζώο διέσχισε τον μεγάλο ποταμό Κέρκων με αποτέλεσμα όταν βγήκα απέναντι, να δω πως δεν υπήρχαν τα παράξενα ίχνη του στις όχθες του ποταμού. Αναγκάστηκα έτσι να διαλέξω μια κατεύθυνση στην τύχη για να μπορέσω να εντοπίσω που βγήκε το ζώο.

Η κατεύθυνση όμως που είχα πάρει ήταν η ακριβώς αντίθετη και έτσι μέχρι να ξαναγυρίσω στο σημείο από όπου είχα ξεκινήσει, έχασα πολύτιμες ώρες.
Τα ίχνη τα βρήκα, αλλά με μεγάλη καθυστέρηση και έτσι το ζώο προπορευότανε αρκετές ώρες τώρα μπροστά μου.
Ένα άλλο που με καθυστερούσε αρκετά, ήταν το γεγονός πως επειδή δεν είχα προβλέψει πως το κυνήγι θα διαρκούσε τόσες μέρες, δεν είχα προμηθευτεί αρκετό φαγητό, με αποτέλεσμα να κυνηγώ πουλιά και μικρά θηράματα στήνοντας παγίδες και έτσι να μεγαλώνει η απόσταση από μένα και το ζώο.

Στο μυαλό μου έφερα τις εικόνες από τα ακρωτηριασμένα πτώματα των συντρόφων της φυλής μου, όταν το ζώο είχε επιτεθεί εκείνο το βράδυ στο χωριό μου.
Ένα νεαρό αγόρι μίλησε γεμάτο τρόμο για αυτά που τα μάτια του είχαν αντικρίσει. Ήταν ο μοναδικός μάρτυρας που ισχυριζότανε πως είχε δει το παράξενο ζώο που κυνηγούσε και περίεργο πως ενώ συναντηθήκανε δεν είχε επιτεθεί στον νεαρό.
Ο τρόμος και ο φόβος ίσως να επηρέασαν το μυαλό του γιατί μίλησε για ένα ζώο που κανείς μας δεν είχε ποτέ ακούσει.

Ισχυρίστηκε πως δεν ξεπερνούσε σε ύψος τον ίδιο και πως όλο το κορμί του ήταν καλυμμένο από ένα παράξενο κοκκινωπό τρίχωμα. Περπατούσε σαν τον άνθρωπο αλλά το πρόσωπό του μόνο ανθρώπινο δεν ήταν. Το χρώμα του δέρματος του προσώπου του ήταν ολόλευκο και του έδινε μια τρομακτική όψη. Δεν είδε αυτιά παρά δυο μικρές τρυπούλες δίπλα στο κρανίο του που πιθανότατα αυτά ήταν τα αυτιά του.
Μια κυρτή χνουδωτή μύτη και ένα μεγάλο στόμα από κάτω της με δόντια τεράστια και κυρτά να λάμπουν κάθε φορά που το φως του φεγγαριού έπεφτε πάνω τους. Τα χέρια του ήταν γεμάτα απ’ αυτό το απαίσιο κοκκινωπό τρίχωμα και παραήταν μικρά σε σχέση με το σώμα του, σε αντίθεση με τα δάχτυλα του τα οποία ήταν αρκετά μεγάλα με γαμψά κοφτερά νύχια.

Έτσι περιέγραψε το παράξενο ζώο ο νεαρός της φυλής μας, μα εγώ δεν έδωσα μεγάλη σημασία στα λεγόμενά του, καθώς πιστεύω πως τον επηρέασε ο φόβος.
Έτσι λοιπόν βρέθηκα σε τούτο δω το μέρος να κυνηγώ κάτι, για το οποίο είχα άγνοια παντελώς.
Άρχισα λοιπόν να ανεβαίνω τις απότομες πλαγιές του Ζέστρα γιατί εκεί με οδήγησαν τα βήματά του. Δεν μπορούσα να τα παρατήσω αν και ο φόβος άρχισε να φωλιάζει στην καρδιά μου όταν είδα πως τράβαγε προς τα βουνά.

Ομολογώ πως μόνο μια φορά στη ζωή μου προσπάθησα να ανέβω τον Ζέστρα πριν πολλά χρόνια όταν νεαρός ακόμη χωρίς να έχω επίγνωση του τι κάνω και που πάω μαζί με τρεις φίλους μας όπως και τώρα πας παρέσυρε ένα θήραμα και κατά λάθος βρεθήκαμε στη μέση του βουνού.
Περίεργες φωνές ακούστηκαν εκείνο το βράδυ και από τον ουρανό είχε αρχίσει να βρέχει.
Βρεγμένοι ως το κόκαλο προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε αλλά κανείς μας εκείνο τα βράδυ δεν έκλεισε μάτι εξαιτίας όσων ακούγαμε.
Ήταν λες και βρισκόμασταν στη μέση μιας μάχης με πολλούς θανάτους.
Παράξενα πουλιά κάνανε την εμφάνισή τους από το πουθενά και τα κρωξίματά τους μας τρυπούσαν τα αυτιά.
Αλλόκοσμες φωνές ακουγότανε όλο το βράδυ και βροντές και λάμψεις από τον ουρανό ακουγόταν και φαινόταν.
Την άλλη μέρα το πρωί μαζέψαμε τα λιγοστά πράγματα που κουβαλάγαμε και γυρίσαμε στο χωριό μας χωρίς να πούμε σε κανέναν τίποτα για την περιπέτειά μας γιατί φοβηθήκαμε πως κανείς δε θα μας πίστευε.

Μα τώρα και πάλι να ‘μαι εδώ να πατώ τα ίδια χώματα που κάποτε ορκίστηκα πως δε θα ξαναπατήσω.
Περάσανε χρόνια όμως από τότε με αποτέλεσμα ο φόβος να ‘χει ξεθωριάσει και οι αναμνήσεις από κείνη τη βραδιά να είναι αχνές τόσο ώστε να μη μπορούν πλέον να με οδηγήσουν πίσω στο χωριό μου και σχεδόν άφοβα να περπατώ πίσω από το θήραμά μου.

Βρήκα καταφύγιο κάτω από έναν γέρικο κέδρο να ξεκουραστώ και να περάσω το βράδυ εκεί.
Παράξενα όνειρα είδα εκείνο το βράδυ και ανησύχησα, γιατί είδα τον νεκρό πατέρα μου να φωνάζει πάνω από ένα σύννεφο λευκό, που μόλις σήκωνα το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω μια αστραπή έκανε την εμφάνισή της κι αμέσως ο πατέρας μου γινόταν πύρινος και άρχιζε να πέφτει προς τη πλευρά του χωριού μας με δύναμη και πολύ γρήγορα, ώσπου την ώρα που θα έσκαγε σαν ένα πύρινο βέλος και θα έφερνε θάνατο στο χωριό μου άνοιγα τα μάτια.
Τούτο το όνειρο το ‘δα πολλές φορές αυτό το βράδυ.

Είδα όμως και μια γυναίκα πανέμορφη να προσπαθεί να μ’ αγκαλιάσει όμως εγώ φοβούμενος από την ομορφιά της να πισωπατώ και τελικά να πέφτω στην άβυσσο και την ώρα που πλησίαζα στον πάτο της αβύσσου αν υπάρχει, να ξυπνάω λουσμένος στον ιδρώτα.
Σχεδόν δεν κοιμήθηκα καθόλου, μα αυτό δε μ’ εμπόδισε να σηκωθώ πριν χαράξει και να πάρω για μια ακόμη μέρα στο κατόπι το παράξενο ζώο.

Το ζώο ακολουθούσε ένα μονοπάτι το οποίο πρέπει να υπήρχε πολλά χρόνια σε τούτη την πλαγιά. Σε ένα σημείο του μονοπατιού τα ίχνη στρίβανε αριστερά και έπειτα από μερικές δεκάδες μέτρα εξαφανίστηκαν.
Πέρασα πολλές ώρες ψάχνοντας και παρατηρώντας προσεκτικά μα δεν έβλεπα τίποτα.
Ήρεμος σκεφτόμουν τι να κάνω. Δε μπορούσα να γυρίσω έτσι άπραγος στο χωριό μου γιατί υποσχέθηκα πως θα έφερνα το κεφάλι του ζώου που σκόρπισε τόσο κακό στη φυλή μου.
Αποφάσισα στην τύχη να κάνω προς τα ανατολικά καθαρά από ένστικτο με την ελπίδα σε κάποιο σημείο να σταθώ τυχερός και να ξαναβρώ τα ίχνη.
Περπάτησα κάμποσες ώρες χωρίς τίποτα να γίνει ώσπου κάποια στιγμή την ώρα που παραμέριζα τα κλαδιά ενός γέρικου κέδρου να περάσω λες κι άνοιξε η γη και με κατάπιε.
Κάπου πρέπει να πάτησα σε κάποια τρύπα που δε μπόρεσα να διακρίνω και άρχισα να κατρακυλώ με ταχύτητα χωρίς ωστόσο να πληγωθώ ώσπου το σώμα μου έπεσε ευτυχώς στο μαλακό χώμα που υπήρχε στο βάθος της τρύπας.

Πρέπει να έπεσα τουλάχιστον σε εικοσιπέντε με τριάντα μέτρα βάθος αν κρίνω από την ώρα που κατρακύλαγα.
Έκλεισα τα μάτια μου για λίγο για να συνηθίσω το σκοτάδι και τα ξανάνοιξα έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα για να δω ένα γλυκό κίτρινο φως να βγαίνει από ένα σημείο γύρω στα δέκα μέτρα μπροστά μου.
Το έδαφος ήταν κατηφορικό και γλιστερό, έτσι με δυσκολία άρχισα να κατευθύνομαι προς τα κει. Έφτασα και με έκπληξη παρατήρησα πως υπήρχε μια σχισμή απ’ όπου το φως έκανε την εμφάνισή του. Ίσα που με χώραγε και το διαπίστωσα όταν προσπάθησα να την περάσω.

Την ώρα που έσκυψα το κεφάλι μου για να περάσω από τη σχισμή είδα πολλά ίχνη όμοια μ’ αυτά που με φέρανε σε τούτα τα μέρη. Δίστασα για μια στιγμή μα παραμέρισα τους όποιους φόβους άρχισαν να εμφανίζονται και τελικά πέρασα μέσα.
Κατάλαβα πως πρέπει να είχα ανακαλύψει τη φωλιά του ζώου που είχα πάρει στο κατόπι.
Κοίταξα γύρω και είδα πως βρισκόμουν σε ένα τεράστιο δωμάτιο το οποίο πρέπει να είχαν λαξεύσει το βράχο και έτσι να το δημιουργήσανε. Θαύμασα τις τοιχογραφίες που έβλεπα και παρατήρησα πως πολλά ζώα που υπήρχαν σ’ αυτές δε τα ήξερα, μου ήταν εντελώς άγνωστα. Είδα ακόμη πως ο νεαρός είχε δίκιο στην περιγραφή που έκανε για το πλάσμα γιατί αυτά ακριβώς έβλεπα λαξευμένα στα πλαϊνά του τεράστιου βράχου.
Υπήρχε αρκετό φως μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο και ο αέρας αν και μύριζε λιγάκι ήταν αρκετά καλός. Μια πύλη μεγάλη υπήρχε στη μια πλευρά του δωματίου και αποφάσισα να κατευθυνθώ προς τα κει.

Προσεχτικά την πέρασα και είδα πως βρισκόμουν σε ένα μακρύ πολύ μακρύ διάδρομο με πυρσούς αναμμένους και στερεωμένους αριστερά και δεξιά στα πέτρινα τοιχώματα. Ο διάδρομος ήταν και πάλι ελαφρά κατηφορικός και ελικοειδής.
Άρχισα να περπατώ στην αρχή αργά και προσεχτικά μα έπειτα πιο γρήγορα. Περπατούσα επί ώρες χωρίς να αλλάξει το παραμικρό και χωρίς να ακούγεται τίποτα. Μια ηρεμία μόνο να πλανάται και να σε τυλίγει εκεί κάτω στα βάθη του Ζέστρα.
Δεν ξέρω για πόσες ώρες περπατούσα ώσπου έπειτα από μια στροφή εντελώς ξαφνικά βρέθηκα σε αδιέξοδο. Ένας βράχος μπροστά μου έφραζε το δρόμο. Κοίταξα δεξιά κι αριστερά μήπως και διακρίνω κάτι ίσως κάποια οπή χαραγμένη στα τοιχώματα , ένας μοχλός που μπορεί να χρησιμεύει στο άνοιγμα του βράχου αλλά μάταιος κόπος.

Δεν ήξερα πλέον τι να κάνω. Μου πέρασε από το μυαλό να ξαναγυρίσω πίσω, αλλά δεν ήθελα τώρα που έφτασα εδώ έπειτα από τόσες μέρες να τα παρατήσω. Εξάλλου μ’ έτρωγε και η περιέργεια για το τι κόσμο θα αντικρίσω. Είχα πειστεί σ’ όλη τη διαδρομή, πως δε μπορεί όλα αυτά που είδα να τα κάνουν ζώα, οπότε ήμουν σίγουρος πως πρόκειται για κάποια ξεχασμένη φυλή που κρύβετε από τους ανθρώπους ποιος ξέρει γιατί, στα βάθη του βουνού.

Αφού δεν είδα κάτι που μπορεί να χρησιμεύσει στο άνοιγμα του βράχου, άρχισα να χαϊδεύω τον ίδιο τον βράχο με τα δάχτυλά μου, μπας και σταθώ τυχερός και με κάποια κίνηση να καταφέρω να τον ανοίξω. Στάθηκα τυχερός, καθώς ο βράχος παραμέρισε αμέσως μόλις το χέρι μου πέρασε από ένα σημείο, το οποίο ήταν εντελώς λείο και δεν ένοιωθες την άγρια πλευρά της πέτρας.
Δεν είδα κάτι να αλλάζει, καθώς και πάλι ένας μακρύς διάδρομος έκανε την εμφάνισή του και δεξιά κι αριστερά αναμμένοι πυρσοί να τον φωτίζουν και να δίνουν ένα πολύ όμορφο κιτρινωπό χρώμα στην ατμόσφαιρα.
Άρχισα να περπατώ πιο χαλαρά τούτη τη φορά και οι σκέψεις μου γυρνούσαν στο χωριό μου, που στο μεταξύ οφείλω να πω, πως το είχα πεθυμήσει, άλλωστε δεν έλειπα και λίγες μέρες.

Το χαμόγελο που διαγράφηκε στο πρόσωπό μου όση ώρα έκανα τούτες τις σκέψεις πάγωσε, καθώς βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα πλάσμα σαν κι αυτό που κυνηγούσα, μα αποκλείεται να ήταν το ίδιο, καθώς ήταν πολύ μικρό αυτό εδώ που βρισκόταν μπροστά μου.
Δεν έφτανε ούτε μέχρι τα γόνατά μου και τολμώ να πω με σιγουριά πως δε με φόβισε καθόλου. Του μίλησα αργά στοργικά και έτεινα το χέρι μου προς το μέρος του. Εκείνο πισωπάτησε κοιτώντας με περιέργεια.
Παρατήρησα τα μικρά του πορφυρά μάτια να με κοιτούν χωρίς φόβο και αφού πέρασε ένα μικρό διάστημα τόσο ώστε η παρουσία μου να μην το κάνει διστακτικό πια άγγιξε το τεντωμένο μου χέρι και μου το χάιδεψε. Με πλησίασε ακόμη περισσότερο για να με παρατηρήσει καλύτερα και άρχισε γεμάτο περιέργεια να αγγίζει όλο μου το σώμα και μικρά βογκητά όμοια με ενός μωρού άρχισε να βγάζει από το μεγάλο του στόμα.
Χαμογέλασα βλέποντάς το να περιεργάζεται και να αφήνει αυτά τα μικρά επιφωνήματα θαυμασμού για όσα ανακάλυπτε πάνω μου αλλά και γω δεν έχασα την ευκαιρία να θαυμάσω το πλούσιο κοκκινωπό τρίχωμά του και τα απαλά άκρα του τα οποία κατέληγαν σε μακριά κοφτερά νύχια.
Πρόσεξα το παράξενο πρόσωπό του και διαπίστωσα πως ενώ δεν θύμιζε με τίποτα άνθρωπο δεν ήταν τόσο τρομακτικό όσο ο νεαρός της φυλής μας περιέγραψε.
Κάποια στιγμή σήκωσε το πρόσωπό του και μου χαμογέλασε και ένοιωσα πάρα πολύ όμορφα έπειτα από πολλές μέρες. Το κοίταξα και γω μέσα στα γλυκά παράξενα μάτια του και έσκυψα και το πήρα στην αγκαλιά μου. Άρχισε να χαϊδεύει τα μακριά μαύρα μου μαλλιά και να τα βάζει στη μικρή του χνουδωτή μύτη και να τα μυρίζει.
Δεν πρέπει να του άρεσε και πολύ η μυρουδιά τους καθώς πολλές μέρες είχα να τα πλύνω και αμέσως τα πέταξε κάνοντας ένα μορφασμό που μ’ έκανε να γελάσω δυνατά.

Για μια ακόμη φορά το χαμόγελό μου πάγωσε όταν είδα μια ομάδα από τούτα τα πλάσματα να έρχεται καταπάνω μου και αυτή τη φορά είδα πως οι διαθέσεις τους δεν ήταν και πολύ καλές. Περιττό να πω πως ήταν πιο μεγαλόσωμα από το μικρό πλασματάκι που κρατούσα στην αγκαλιά μου.

Με κυκλώσανε και παράξενες φωνές ακουγόντουσαν, σαν γρυλίσματα σκύλων που αρχίζουν τσακωμό. Ο μικρός μου φίλος ενώ στην αρχή όταν τους είδε να έρχονται άρχισε να κουνά τα πόδια του χαρούμενα δείχνοντας προς το μέρος τους τώρα σαστισμένος κοιτούσε τα οργισμένα πρόσωπα των μεγάλων της φυλής του.

Ένα από τα παράξενα αυτά όντα έκανε μερικά βήματα μπροστά και άρχισε να μιλάει με το μικρό που κρατούσα στην αγκαλιά μου. Εγώ ευγενικά τον απόθεσα στο έδαφος και αμέσως κάποιο πλάσμα από την ομάδα έτρεξε και το πήρε στην αγκαλιά του.
Κατάλαβα πως ήταν κάποιος από τους γονείς του και χαμογέλασα. Άρχισαν να μιλάνε σε κείνη την ακατάληπτη γλώσσα και είδα πως σιγά σιγά τα πρόσωπά τους άρχισαν να ηρεμούν και να μη δείχνουν πια τόσο επιθετικά όσο τα είδα στην αρχή.

Μου κάνανε νόημα να τους ακολουθήσω και αυτό έκανα χωρίς κανένα δισταγμό και φυσικά χωρίς φόβο.
Περπατήσαμε αρκετή ώρα ώσπου κάποια στιγμή βρεθήκαμε ξανά μπροστά σε έναν παρόμοιο βράχο να κλείνει τη στοά. Κάποιος από τα πλάσματα ακούμπησε το δάχτυλό του στο ίδιο ακριβώς σημείο που το ‘χα ακουμπήσει και γω στον προηγούμενο και ο βράχος υποχώρησε. Από το σημείο εκείνο και μετά είδα σκαλοπάτια λαξευμένα στο πετρώδες αυτή τη φορά έδαφος και αρχίσαμε να τα κατεβαίνουμε. Έπειτα από αρκετή ώρα βρέθηκα σε έναν παράδεισο.

Το μυαλό μου αδυνατούσε να πιστέψει όλα αυτά που τα μάτια μου έβλεπαν.

Το κιτρινωπό αχνό φως από την λάμψη των αναμμένων δαδιών σ’ όλη τη διαδρομή της στοάς άφησε τη θέση της σ’ ένα πανέμορφο γαλαζοπράσινο το οποίο κάλυπτε όλο τον τεράστιο χώρο που έβλεπα να ξεδιπλώνεται για πολλά χιλιόμετρα μπροστά μου. Στρογγυλά πέτρινα σπίτια αραδιασμένα δεξιά κι αριστερά ανάμεσα από πολύχρωμα λουλούδια και κάθε λογιών δέντρα πολλά από τα οποία μου ήταν άγνωστα να συνθέτουν ένα παραμυθένιο τοπίο με τα ρυάκια να κελαρύζουν πέφτοντας από μικρούς καταρράκτες και οι όχθες να ’ναι καταπράσινες από τη χλόη. Δεν γνωρίζω πως μπόρεσαν και κατάφεραν χωρίς το φως του ήλιου να ζουν τόσα φυτά και δέντρα εδώ κάτω στα βάθη του παράξενου τούτου και μαγικού βουνού του Ζέστρα.

Συνεχίζαμε να κατεβαίνουμε τα απότομα σκαλοπάτια με προσοχή καθώς το ύψος ήταν αρκετά μεγάλο και αν δε πρόσεχες και γλίστραγες από κει θα έπεφτες στους βράχους οι οποίοι ήταν σαν κοφτερά μαχαίρια δεξιά μας και σε μεγάλο βάθος.
Φτάσαμε επιτέλους στο χωριό τους και αρχίσαμε να περπατάμε ανάμεσα από τα όμορφα παράξενα σπίτια τα οποία ήταν όλα όμοια βαμμένα και φτιαγμένα μεταξύ τους. Με οδήγησαν σε ένα μεγάλο χώρο στο κέντρο του χωριού τους και αμέσως συγκεντρώθηκαν εκατοντάδες τέτοια παράξενα πλάσματα κοιτώντας με από πάνω ως κάτω με φανερή περιέργεια ενώ δεκάδες μουρμουρητά ακουγόταν άλλοτε ψιθυριστά και άλλοτε πιο δυνατά.

Ξαφνικά μια σιωπή απλώθηκε και τα κεφάλια όλων στραφήκανε προς την κατεύθυνση από την οποία ξεπρόβαλε ένα αρκετά πιο μεγαλόσωμο πλάσμα με το κοκκινωπό του τρίχωμα υψωμένο και μια λωρίδα μαύρου τριχώματος να ξεκινά από το μέτωπό του καταλήγοντας στο τέλος της πλάτης του.
Με πλησίασε αρκετά κοντά και τα μάτια του πέσανε στα δυο μου μαχαίρια που είχα περασμένα αριστερά και δεξιά στη ζώνη μου.
Άπλωσε τα μακριά του δάχτυλα με τα κυρτωμένα κοφτερά του νύχια και αμέσως έβγαλα τα μαχαίρια μου και του τα έδωσα. Αφού τα περιεργάστηκε για λίγο μου τα ξανάδωσε πίσω. Ήταν μια καλή ένδειξη για μένα τούτο το γεγονός καθώς πλέον πείστηκα πως δεν είχαν άσχημο σκοπό.

Όλη αυτή την ώρα δεν ακούστηκε το παραμικρό. Γύρισε το κεφάλι του και κάτι είπε στη γλώσσα τους στο πλάσμα που κράταγε το μικρό μου φίλο στην αγκαλιά του.
Ο μικρός μου φίλος άρχισε να μιλά ακατάπαυστα και πολλές φορές στο διάστημα που μίλαγε με κοίταξε χαμογελώντας σαν μου έστελνε μήνυμα πως κανείς δεν πρόκειται να με πειράξει και πως ήμουν ασφαλής.
Αφού τέλειωσε τη διήγησή του ο αρχηγός της φυλής μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω.

Ξεκινήσαμε μια πορεία προς ένα μεγάλο κτίριο το οποίο δε γνώριζα από τι υλικό είναι φτιαγμένο. Μια τεράστια πύλη περάσαμε και βρεθήκαμε στο εσωτερικό του, του οποίου το δάπεδο ήταν από ένα υλικό πολύ παράξενο γιατί ένοιωθα τα πόδια μου να βουλιάζουν καθώς πάταγα. Δεν είδα κανένα άλλο έπιπλο μέσα παρά μόνο πρόσεξα πως από ορισμένα σημεία ένα πορφυρό φως εισχωρούσε στο ναό. Έτσι μου φάνηκε και αυτό πίστεψα πως ήταν εκείνη τη στιγμή.
Μαζί με το μεγάλο πλάσμα βαδίσαμε στο κέντρο του ναού όπου υπήρχε ένας κύκλος ο οποίος ξεχώριζε από το παράξενο πορφυρό φως που έμπαινε από αόρατες για τα μάτια μου σχισμές.

Βρέθηκα λοιπόν μαζί του στο κέντρο του κύκλου όταν ξαφνικά ένα φως μας τύλιξε και τους δυο και με μεγάλη ταχύτητα και μας μετέφερε κάπου απ’ όπου μπόρεσα να διακρίνω την πόλη της φυλής των πλασμάτων αλλά όχι στα σωθικά του Ζέστρα αλλά έξω με το φως του ήλιου να την λούζει. Ξαφνικά το όμορφο αυτό τοπίο έφυγε και στη θέση του είδα καβαλάρηδες πολεμιστές να σπέρνουν τον θάνατο στη μικρή αυτή πόλη. Είδα μικρά πλάσματα σαν τον νεαρό μου φίλο αλυσοδεμένα να τραβούν το δρόμο της σκλαβιάς νότια προς τα ορυχεία του Ντράλοβ κι αυτό κάτι μου θύμισε.
Έπειτα είδα μια αρκετά μεγάλη ομάδα πλασμάτων να τραβά προς το Ζέστρα και να σκάβουν λαγούμια για να καλυφθούν από τους άγριους πολεμιστές που τους είχαν πάρει στο κατόπι.

Τα μάτια μου όλο αυτό το διάστημα είχαν δακρύσει από τις εικόνες ντροπής που έβλεπαν και έκλαψα γιατί ήταν η δική φυλή μου αυτή που ήταν υπεύθυνη για τον σκοτωμό και τον ξεριζωμό από τα σπίτια τους των συμπαθητικών αυτών πλασμάτων.

Έπειτα τα μάτια μου είδαν τους ανθρώπους του χωριού μου και διαπίστωσα πως ήταν αυτοί που είχαν σκοτωθεί εκείνο το βράδυ που ένα από τα παράξενα όντα επιτέθηκε στο χωριό μου να κουβαλάνε αλυσοδεμένο ένα πλάσμα και κείνο να ουρλιάζει βγάζοντας κραυγές πόνου κάθε φορά που το χτυπάγανε με μακριές αλυσίδες.
Το σέρνανε πάνω στο έδαφος και το μεταφέρανε σε μια αχυροκαλύβα και το πετάξανε σαν σακί κάτω στο έδαφος. Είδα το πλάσμα το βράδυ να προσπαθεί να απαλλαγεί από τα δεσμά του ώσπου τα κατάφερε αφήνοντας όμως άσχημες πληγές στους καρπούς των χεριών του.
Το είδα να μπαίνει σε ένα από τα σπίτια των κατοίκων του χωριού μου και με περίσσια μανία, να σκοτώνει με τα χέρια και τα δόντια του τους ανθρώπους που ήταν υπεύθυνους για την κατάστασή του. Έπειτα είδα το νεαρό αγόρι της φυλής μου, να έρχεται αντιμέτωπο με το πλάσμα και να το κοιτά τρομαγμένο, μα εκείνο δεν έκανε καμιά εχθρική κίνηση προς το μέρος του παρά μόνο το κοίταξε με θλίψη και τρέχοντας βγήκε από το σπίτι.

Έμεινα έκπληκτος απ’ αυτά που τα μάτια μου είδαν και τότε συνειδητοποίησα πόσο εγωιστικά και μονόπλευρα βλέπουμε εμείς οι άνθρωποι το ρόλο μας στον κόσμο. Νομίζουμε πως εμείς είμαστε αυτοί οι οποίοι πρέπει να κυριαρχούν στη γη που πατάμε, μα ξεχνάμε πως το Ιερό Δέντρο έφτιαξε τούτα τα χώματα, για να τα πατάνε και να τρέφονται όλα τα πλάσματα που δημιούργησε και όχι μόνο η ανθρώπινη φυλή, η οποία εγωιστικά εξακολουθεί στο πέρασμα των αιώνων να πιστεύει, πως διαφέρει από τα άλλα ζώα του κόσμου μας και πως η ίδια, είναι πολλά σκαλοπάτια πάνω απ’ αυτά.

Ενώ έκανα αυτές τις σκέψεις, το παράξενο φως εμφανίστηκε για δεύτερη φορά και ταχύτατα μας ξανάφερε στο κέντρο του παράξενου ναού.
Έτεινα τα χέρια μου προς το μέρος του πλάσματος και κείνο μου τα έδωσε. Του τα έσφιξα ζητώντας ένα μεγάλο σιωπηλό συγνώμη για αυτά τα οποία έκανε η φυλή μου και δάκρυα λύπης άρχισαν να κυλάνε στα μαγουλά μου.
Το πλάσμα με συμπόνεσε και στοργικά μου χάιδεψε τα μαλλιά.
Σήκωσε το κεφάλι του και κοιτώντας με στα μάτια πρόφερε τη λέξη ‘’Κορκ’’, δείχνοντας με τα χέρια του το πλήθος της φυλής του.

Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη, καθώς είχαμε ακουστά για τους αιμοβόρους Κόρκ, οι οποίοι στραγγίζανε τα σώματα των ανθρώπων για να επιβιώσουν. Μας έμαθαν να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί απέναντί τους, αραδιάζοντάς μας ένα σωρό τρομακτικές και γεμάτες αίμα ιστορίες, που έκαναν το αίμα μας κάθε φορά που τις ακούγαμε να παγώνει.

Μα τώρα εδώ, αυτός ο μύθος καταρρέει μπροστά μου, βλέποντας τούτη την ειρηνική φυλή και κατάλαβα πως κάποιοι μπορούν αν θέλουν να κρατάνε σε άγνοια ολόκληρους πληθυσμούς, κάνοντάς τους να πιστεύουν αυτά που εκείνοι θέλουν με οποιοδήποτε κόστος, για όλη την ανθρώπινη φυλή μας, μα η δύναμη των Δίδυμων Θεών είναι πολύ μεγαλύτερη και αυτά που μου δείξανε θα μαθευτούν σ’ όλο το γνωστό μέχρι σήμερα κόσμο.

Με συνοδέψανε μέχρι την έξοδο, κάνοντας με πολλά δώρα και αφού τους ευχαρίστησα, τους άφησα υποσχόμενος να προσπαθήσω να ξυπνήσω τους ανθρώπους της φυλής μου, κάνοντάς τους να δουν την αλήθεια καταπρόσωπο και δείχνοντάς τους τον τρόπο, να παίξουν έναν πολύ καλύτερο και πιο δίκαιο ρόλο μέσα στη φύση, καθώς φαίνεται στο πέρασμα των αιώνων, ξεχάσαμε πως εμείς ανήκουμε σ’ αυτήν και όχι αυτή σ’ εμάς.