Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2008

ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ... James

ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Το παρελθόν ξαναχτύπησε μου ‘σπασε το δίκοπο σουγιά
Χάραξε το σαββατιάτικο απόγευμα χωρίς να ξεφωνίζει στα μακρόστενα πεζοδρόμια.
Η αποπλάνηση δημοσιεύτηκε με κεφαλαία ήταν το πρώτο θέμα στην ψυχική μου εφημερίδα
Το διάβασα πόσο ονειροπόλο ήταν όταν η αναθύμηση και το μέλλον με συνεπαίρνει.
Η ταχύτητα του σταθερού κινητού επιταχύνθηκε, το μυαλό άρχισε να αποδεκατίζεται
Κι όμως η πραγματοποίηση ήταν τόσο κοντά, πολύ κοντά νόμιζες θα την αγγίξεις, θα την απολαύσεις.
Τα μαύρα μάτια λαμπύρισαν σπινθηροβόλα τόσο που παραλίγο να σκοντάψεις
Στην οκνή πέτρα που λιαζόταν στην καυτή άμμο.
Αν καταλάβαινες πόσο διαφορετικά σκέφτομαι, τι μ’ ενδιαφέρει, τι αναζητώ
Δε θα καθόσουν έρημη στον τάφο να με περιμένεις, θα ‘βγαζες την άθλια μαβιά μάσκα σου.
Όσο κι τρέξεις το ποδήλατο δε θα το φτάσεις
Ακολούθα το τρένο της ελευθερίας και της αμφιβολίας
Αναζήτησε τη χαμένη γόπα των παλιών επαναστατών.

ΦΥΓΕ ΜΑΚΡΙΑ ... James

ΦΥΓΕ ΜΑΚΡΙΑ

Το ηθικό σου πεσμένο, ξεχασμένο μπροστά στα άγρια σκυλιά
Φύγε μακριά φύγε μακριά
Ο τόπος για σένα μια σκληρή μοιρασιά
Διώξε το θεϊκό σημάδι, φύγε μακριά πέρα μακριά
Ανάσανε τη δόξα ρώτα γι αυτούς
Και φύγε μακριά φύγε μακριά
Το εμβατήριο της δυστυχίας σε πρόδωσε ξανά
Πάρε αυτό που θέλεις και φύγε μακριά.
Η ανάσα σου με πλήγωσε με κάρφωσε ψηλά
Η αναβίωση δεν πέτυχε σκάψε πιο βαθιά
Σκάψε να ‘βρεις να ‘βρεις το θησαυρό
Σκάψε πιο βαθιά η ζωή είναι πιο γλυκιά
Ρώτα και τους δίπλα σου κάτι θα σου πουν
Ο Alvin χαμογέλασε μίλησε σκληρά
΄΄Δεν υπάρχει τίποτα χάθηκαν όλα πια
μη βασανίζεσαι άλλο φύγε μακριά΄΄
Η Gilda θα σ’ ακολουθεί όπου κι αν γυρνάς
Προχώρα μην κοιτάς πίσω φύγε μακριά.
Ουτοπιστής γεννήθηκες ρεμάλι περπατάς
Φύλαξε τις ιδέες σου φύγε μακριά.
Τα μαύρα κουφάρια χάθηκαν ξανά
Πήγαινε να τα ψάξεις και φύγε μακριά.
Όλα είναι μια σκληρή μοιρασιά

ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΚΑ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗ ΖΩΗ ... James

ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΚΑ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗ ΖΩΗ

Καθόμαστε στην πλατεία van Robinson, χαχανίζουμε γελάμε
Όλα τα αγαθά ο κόσμος είναι δικός μας δεν θα χαθούμε
Αγαπάμε την ελευθερία τον ελεύθερο τρόπο ζωής.
Ο ύπνος βαθύς η ειρήνη η φιλία μαζί μου.
Όλοι θα ζήσουμε μαζί δεν θα μας εξουσιάσουν
Οι μπάσταρδοι της απολυταρχικής ιδιοκτησίας.
Τον τζιν παντελόνι μου σκίστηκε δεν με νοιάζει αδιαφορώ.
Τα μαλλιά μου μακριά άπλυτα βρώμικα πετάνε εδώ και κει
Τα γένια μου το χακί μου πανωφόρι κουρελιάστηκε
Δε θα μ’ ένοιαζε τόσο όσο η ίση μεταχείριση μεταξύ μας.
Τριγυρνώ εδώ και κει μαζί με πλήθος φίλους μου
Περνάμε μια συνοικία αριστοκρατική κοροϊδεύουμε
Οι μπάτσοι μια ντουζίνα μπρος ορμάτε παιδιά.
Η κοινοβιακή κουλτούρα με πότισε με τραγούδια του Joe και του Jimmy
Σκοτώνω την ώρα βλέποντας μια συναυλία στην δύσφημη συνοικία του Μπρόνξ.
Όλοι μαζί ακολουθούμε τον ρυθμό της επανάστασης
Μαζί με τον Jim θα υπερνικήσουμε τα αισχρά εμπόδια.
Βγάλε το μαστίγιο από την τσέπη βοήθα τον συνάνθρωπό σου
Όλοι μαζί στη διαδήλωση κάπνισε το ναρκωτικό φίλε
Σ’ εσένα το ρομαντικό όνειρο θα βρει σταθερές βάσεις
Οι χίπηδες και γω οι περιθωριακοί και γω
Εξορμούμε αδιάκοπα, ζούμε με τη δική μας ζωή.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ‘60 ... James

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ‘60

Κοιτάζεις
Σιχαίνεσαι με ότι βλέπεις
Οι Ρώσοι που μας διακήρυτταν τον κομμουνισμό, τον μαρξισμό
Χάθηκαν, αφανίστηκαν.
Οι Αμερικανοί έβαλαν μπρος το σχέδιο του τρελλόγερου
Είχαν δίκιο οι επαναστάτες του ‘60
Τα λόγια του Γιάννη και της Μαρίας βγήκαν αληθινά
Αφού ο κόσμος δεν γκρεμίστηκε ακόμη
Πρέπει να τους φορέσουμε γυαλιά
Καλά έλεγε ο γέρο Νιόνιος πως ο κόσμος δεν είναι αληθινός
Για ρώτα όμως και τους ηλίθιους ρεπουμπλικάνους
Τα όπλα που έφτιαξαν αυτοί σκοτώνουν εμάς
Δεν είναι κατάσταση αυτή
Για θυμήσου και τα παιδιά του ’60 με τις κοκινόμαυρες σημαίες
Θυμίσου τους αγώνες των φοιτητών των νέων
Πίστευαν στη δημιουργία της δικής τους ζωής
Ορμούσαν κατά των αφεντικών και των καθιερωμένων ιδεών
Πάλευαν για σένα για μένα και για οποιονδήποτε
Που ζητούσε την ελευθερία
Ή μήπως κάνω κάποιο λάθος κύριε Smith
Όλα όσα συνέβησαν μετά από είκοσι χρόνια μένουν άθικτα
Μην λησμονείς λοιπόν τις θυσίες των προκατόχων σου Roger
Γιατί ποιος ξέρει μπορεί να διαλύσεις το libido των εξουσιών.

ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ... James

ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Ξέρω πως εκεί που βρίσκεσαι δύσκολα χαίρεσαι
Νομίζω το άγχος του σύγχρονου αετού σε παρέσυρε
Τα club και η ξεγνοιασιά σε αλλοτρίωσαν
Μη νομίζεις πως το πέτσινο μπουφάν σου θα σε σώσει
Το παιγνίδι το έχασες τα λεφτά σου έκαναν φτερά
Τα μαλλιά σου ίσα-ίσα που στέκονται
Ξέρεις πως έχεις πάρει δύσκολη τροχιά
Αλλά το κέρινο ποδήλατό σου θα σε σώσει
Από κάθε λάθος οδυνηρό
Το stress του Κολωνακίου μια παγοκολώνα
Η αδερφή σου σε ρωτά ψυχρά
΄΄Αν έφευγες από το παλάτι του σκότους
νομίζεις πως θα χαιρόσουν αληθινά;΄΄
Όμως η καυτή στάση σου σε ημέρεψε
Σ’ έβγαλε με κόκκινο στην εθνική οδό
Να περιμένεις το τρένο των οχτώ
Για κάποιο μέρος αχανές παντοτινό
Αχ! Ας ήξερες πως εδώ που βρίσκομαι σε κοιτώ
Σπαράζει η καρδιά μου γι αυτό θα ‘ρθω να σε βρω
Και να ξέρεις σίγουρα πως θα σε ξαναδώ
Με την τελευταία νίκη του ποδιού μου ενάντια στο θάνατο
Σ’ άγγιξα σ’ άγγιξα έβγαζες τις κάλτσες σου
Όταν σ’ άγγιξα στην αρένα
των ταυρομάχων της Μαδρίτης

Προβληματισμοί

Τελικά το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να μάθει ο καθένας μας πρώτο στη ζωή του είναι να αποδεχτεί το θάνατο.
Μα ποιες είναι οι απαντήσεις που θα του δοθούν και από ποιον;
Είναι μήπως θέμα καθαρά του χαρακτήρα που κουβαλά ο καθένας μας κι αν ναι τότε οι απαντήσεις θα δοθούν σε πολύ νεαρή ηλικία κι αυτοί που θα τις δώσουν θα πρέπει να είναι φυσικά οι γονείς του.
Με ποιο τρόπο όμως θα μπορούσες νεαρός να μάθεις να αποδέχεσαι το θάνατο με τέτοια φυσικότητα όπως αποδέχεσαι τη γέννηση;
Τι τρόπο θα μπορούσαν να σκαρφιστούν οι γονείς για να μάθουν τα παιδιά τους να μη τρομάζουν μπροστά σ’ αυτό το απολύτως φυσικό φαινόμενο;
Μήπως αδιαφορώντας πλήρως γι αυτό;
Μήπως μελετώντας αυστηρά οι γονείς και τα συμπεράσματα με όμορφο τρόπο να τα μεταδίδουν στους απογόνους;
Τι θα μπορούσε να απαλύνει τον πόνο που νιώθει ο καθένας για κάποιο αγαπημένο πρόσωπο που ΄΄φεύγει΄΄;
Τι θα μπορούσε να απαλύνει το δικό μας φευγιό όταν έρθει η ώρα για αναχώρηση;
Μακάρι να μπορούσα να μιλήσω γι αυτά.
Είναι πέρα από τις γνώσεις μου και πιστεύω και κάθε ανθρώπου όσο μεγάλος φιλόσοφος κι αν είναι.
Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου στοιχίζει πολύ, πάρα πολύ και μάλιστα μερικές φορές σε τέτοιο βαθμό που αρχίζεις θολώνεις και σκέφτεσαι πράγματα που δε θα ‘πρεπε να σκεφτείς γιατί μπορεί κάποιοι σοφοί να αδυνατούν να δώσουν τέτοιες απαντήσεις περί θανάτου αλλά δίνουν πολύ όμορφες απαντήσεις περί ζωής και συ είσαι μέρος της.
Μια απ’ αυτές που στο παρελθόν διάβασα έλεγε πως θα ήταν αχάριστος ο άνθρωπος ο οποίος δεν θα εκτιμούσε όλες τις στιγμές που του προσφέρονται για να ζήσει.
Θα πρέπει να εκτιμά κάθε λεπτό που περνάει στη ζωή του και να μην κάνει το κάθε λεπτό προσωπικό του μαρτύριο δίνοντας σημασία για κάτι που έχει πλήρη άγνοια και πλήρη άγνοια για τον θάνατο έχουμε όλοι μας.

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2008

Απόσπασμα απο το βιβλίο Ανώδυνη Αλήθεια

Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο που προσπαθώ να γράψω εδώ και χρόνια. Ο Φαρ-Κα είναι φυσικά ο πρωταγωνιστής κι αυτός βιώνει τα παρακάτω στην αρχή του οδοιπορικού του.



Συχνά ονειρεύομαι παραδεισένια τοπία.
Το πράσινο κυριαρχεί στην οπτασία μου. Αφουγκράζομαι και ανασαίνω ανάλαφρα.
Γαληνεύω καθώς η ψυχή μου αγαλλιάζει βλέποντας αυτά που ονειρεύομαι.
Αυτά με κάνουν αληθινά ευτυχισμένο.
Ο άνεμος χαϊδεύει το εγώ μου και γω τον αγκαλιάζω, τον κάνω δικό μου.

Σαν φύτρα μέσα στη μήτρα της φύσης αγάπησα τη ζεστασιά της μητέρας γης.
Η φύση είναι η μητέρα μου κι ο άνεμος έγινε αδελφός μου.
Πατέρας μου ο ήλιος.
Μόνον έτσι εξηγούνται όλα.

Τα χρώματα διαδέχονται το ένα το άλλο από τη γέννησή μου.
Αγάπησέ με μητέρα γη, δώσμου αυτό που κανένας δεν τολμά στα αλήθεια να ζητήσει.
Αγάπησέ με πατέρα ήλιε. Πάρε με στην αγκαλιά σου κι άσε τη ζέστη που κουβαλάς να με διαπεράσει από πάνω ως κάτω.
Δώσε μου να πιω τις καθάριες σου αχτίδες απ’ το αγνότερο ποτήρι που υπάρχει.
Μου ανήκει.

Αγάπησέ με ξανά και ξανά.
Αγάπησέ με έτσι όπως κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να αγαπήσει.
Ανοίγομαι για σένα και απορροφώ όλη την ενέργεια που μπορεί τούτο το κορμί και τούτη η ανάσα να πάρει.
Η αγκαλιά μου τεράστια δικαιώνει όσους με πιστέψανε.
Αφήνομαι σ’ όλα τα αδέρφια μου και γαληνεύω.

Γίνομαι ένα με το ποτάμι, γλιστρώ σαν ψάρι και χαϊδεύω κάθε μόριο νερού που μ’ αγγίζει..
Η αγάπη μου δεν έχει όρια.
Γίνομαι άνεμος και φυσάω απαλά στα ράμφη των πουλιών που πετάνε μέσα μου.
Τρέφονται από μένα και γω αφήνομαι.
Γίνομαι βουνό ιερό εκεί όπου μόνο μυημένοι θα ‘ρθούν.
Τους δίνω τα οράματά τους, μου δίνουν αυτό που μου ανήκει.
Είμαι δικός τους και γαληνεύω ξανά.

Το πράσινο κυριαρχεί στη καρδιά μου.
Λόφοι υψώνονται εμπρός μου έτοιμοι να μ’ αγαπήσουνε.
Προσφέρομαι με όλο μου το είναι.
Τα αδέρφια μου χαμογελάνε. ΄΄Δημιούργησες΄΄ μου φωνάζουν.
Το γέλιο μου καθάριο σαν τα νερά του ρυακιού που διασχίζουν το κορμί μου.
Το δέρμα μου σαν το φλοιό της γης, άτρωτο, αθάνατο κάνει το παν για ν’ αγαπηθεί.

Έτσι ένοιωθα και ο χρόνος δεν πέρναγε από πάνω μου.
Με ξέχασε καθώς δεν του έδινα την πρέπουσα σημασία που του δίνουν οι άνθρωποι, γιατί εγώ ξέφυγα από την μιζέρια τους και του χρόνου την μιζέρια μαζί.

Έντονα συναισθήματα με κυριεύανε και σκληραίνανε τον εσωτερικό μου κόσμο. Ένοιωθα πλασμένος για την φύση και την ευχαριστούσα κάθε μέρα σχεδόν γι αυτό.
Άρχισα να βλέπω τελείως διαφορετικά τον ρόλο μου και σιγά σιγά να τον αποδέχομαι.

Γεννήθηκα γι αυτόν και θα αιωρηθώ στην αιωνιότητα, μετατρέποντας το σώμα μου σε λυχνάρι, όπου θα λάμπει σε κάθε φτερούγισμα, δίνοντας την λάμψη μου για όποιον την ζητήσει.

Ο Γιος Της Σεμέλης

Ο Γιος Της Σεμέλης


Η φωτιά που άναψε μέσα σου δεν έσβησε ακόμη,

Έκαψε το θνητό που κυριαρχούσε και γέννησε θεό,

Θεό άσημο, διωγμένο, κυνηγημένο, μα πάντα νικητή,

Νικητή στον άνισο αγώνα σου με το θάνατο,

Θάνατο που ξεπέρασες αφότου γεύτηκες του Σόμα* την απόλαυση,

Απόλαυση που ξεπέρασε τη πληρότητα των ημερών,

Ημερών που γευόσουν στη θνητή ζωή σου,

Ζωή σου που άλλαξε αφότου γνώρισες

τον Γιο Της Σεμέλης.





* Στην Ινδική Βέδα Σόμα σημαίνει τον χυμό του φυτού που χρησίμευε για τις σπονδές των θεών. Οταν προσωποποιήθηκε η σπονδή και έγινε θεότης, η οποία μεσολαβεί ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους, ο Σόμα επωνομάσθηκε Βίνας δηλαδή αγαπημένος. Οι Αριοι, που ήρθαν στην Ευρώπη και ειδικά στην Ελλάδα, αποκάλεσαν τον χυμό των σταφυλιών οίνο ή vino

Οι Άγριοι

Ακολουθούσα τα χνάρια του ζώου πολλές μέρες τώρα. Γεννημένος κυνηγός ήξερα πολύ καλά πως χρειαζότανε υπομονή για ένα τόσο μεγάλο θήραμα.
Πολλές φορές είχα την εντύπωση πως το ζώο που κυνηγούσα μ’ είχε μυριστεί άλλες πάλι φορές όμως ήμουν σίγουρος πως δεν με είχε καταλάβει.

Μέρες πριν, όταν αποφάσισα πως τούτο το ζώο πρέπει κάποιος να αναλάβει να το σκοτώσει, πίστευα πως θα έφτανα στο στόχο μου το πολύ σε δυο τρεις μέρες, μα είχαν περάσει ήδη δεκαεπτά από την ημέρα εκείνη και τίποτα ακόμη δεν είχε γίνει.
Τα ίχνη που άφηνε, ήταν πολύ καθαρά πάνω στη γυμνή γη και έτσι δεν ήταν δύσκολο να εντοπιστούν.

Μόνο δυο φορές στη διάρκεια αυτού του κυνηγιού κόντεψα να χάσω τα ίχνη του, όταν είχε περάσει πάνω από μια γυμνή έκταση από πέτρες, μα το έμπειρο μάτι μου με βοήθησε, ώστε να δω τα γδαρσίματα των νυχιών του πάνω στους βράχους και να τα ακολουθήσω.
Την δεύτερη φορά, ήταν όταν το ζώο διέσχισε τον μεγάλο ποταμό Κέρκων με αποτέλεσμα όταν βγήκα απέναντι, να δω πως δεν υπήρχαν τα παράξενα ίχνη του στις όχθες του ποταμού. Αναγκάστηκα έτσι να διαλέξω μια κατεύθυνση στην τύχη για να μπορέσω να εντοπίσω που βγήκε το ζώο.

Η κατεύθυνση όμως που είχα πάρει ήταν η ακριβώς αντίθετη και έτσι μέχρι να ξαναγυρίσω στο σημείο από όπου είχα ξεκινήσει, έχασα πολύτιμες ώρες.
Τα ίχνη τα βρήκα, αλλά με μεγάλη καθυστέρηση και έτσι το ζώο προπορευότανε αρκετές ώρες τώρα μπροστά μου.
Ένα άλλο που με καθυστερούσε αρκετά, ήταν το γεγονός πως επειδή δεν είχα προβλέψει πως το κυνήγι θα διαρκούσε τόσες μέρες, δεν είχα προμηθευτεί αρκετό φαγητό, με αποτέλεσμα να κυνηγώ πουλιά και μικρά θηράματα στήνοντας παγίδες και έτσι να μεγαλώνει η απόσταση από μένα και το ζώο.

Στο μυαλό μου έφερα τις εικόνες από τα ακρωτηριασμένα πτώματα των συντρόφων της φυλής μου, όταν το ζώο είχε επιτεθεί εκείνο το βράδυ στο χωριό μου.
Ένα νεαρό αγόρι μίλησε γεμάτο τρόμο για αυτά που τα μάτια του είχαν αντικρίσει. Ήταν ο μοναδικός μάρτυρας που ισχυριζότανε πως είχε δει το παράξενο ζώο που κυνηγούσε και περίεργο πως ενώ συναντηθήκανε δεν είχε επιτεθεί στον νεαρό.
Ο τρόμος και ο φόβος ίσως να επηρέασαν το μυαλό του γιατί μίλησε για ένα ζώο που κανείς μας δεν είχε ποτέ ακούσει.

Ισχυρίστηκε πως δεν ξεπερνούσε σε ύψος τον ίδιο και πως όλο το κορμί του ήταν καλυμμένο από ένα παράξενο κοκκινωπό τρίχωμα. Περπατούσε σαν τον άνθρωπο αλλά το πρόσωπό του μόνο ανθρώπινο δεν ήταν. Το χρώμα του δέρματος του προσώπου του ήταν ολόλευκο και του έδινε μια τρομακτική όψη. Δεν είδε αυτιά παρά δυο μικρές τρυπούλες δίπλα στο κρανίο του που πιθανότατα αυτά ήταν τα αυτιά του.
Μια κυρτή χνουδωτή μύτη και ένα μεγάλο στόμα από κάτω της με δόντια τεράστια και κυρτά να λάμπουν κάθε φορά που το φως του φεγγαριού έπεφτε πάνω τους. Τα χέρια του ήταν γεμάτα απ’ αυτό το απαίσιο κοκκινωπό τρίχωμα και παραήταν μικρά σε σχέση με το σώμα του, σε αντίθεση με τα δάχτυλα του τα οποία ήταν αρκετά μεγάλα με γαμψά κοφτερά νύχια.

Έτσι περιέγραψε το παράξενο ζώο ο νεαρός της φυλής μας, μα εγώ δεν έδωσα μεγάλη σημασία στα λεγόμενά του, καθώς πιστεύω πως τον επηρέασε ο φόβος.
Έτσι λοιπόν βρέθηκα σε τούτο δω το μέρος να κυνηγώ κάτι, για το οποίο είχα άγνοια παντελώς.
Άρχισα λοιπόν να ανεβαίνω τις απότομες πλαγιές του Ζέστρα γιατί εκεί με οδήγησαν τα βήματά του. Δεν μπορούσα να τα παρατήσω αν και ο φόβος άρχισε να φωλιάζει στην καρδιά μου όταν είδα πως τράβαγε προς τα βουνά.

Ομολογώ πως μόνο μια φορά στη ζωή μου προσπάθησα να ανέβω τον Ζέστρα πριν πολλά χρόνια όταν νεαρός ακόμη χωρίς να έχω επίγνωση του τι κάνω και που πάω μαζί με τρεις φίλους μας όπως και τώρα πας παρέσυρε ένα θήραμα και κατά λάθος βρεθήκαμε στη μέση του βουνού.
Περίεργες φωνές ακούστηκαν εκείνο το βράδυ και από τον ουρανό είχε αρχίσει να βρέχει.
Βρεγμένοι ως το κόκαλο προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε αλλά κανείς μας εκείνο τα βράδυ δεν έκλεισε μάτι εξαιτίας όσων ακούγαμε.
Ήταν λες και βρισκόμασταν στη μέση μιας μάχης με πολλούς θανάτους.
Παράξενα πουλιά κάνανε την εμφάνισή τους από το πουθενά και τα κρωξίματά τους μας τρυπούσαν τα αυτιά.
Αλλόκοσμες φωνές ακουγότανε όλο το βράδυ και βροντές και λάμψεις από τον ουρανό ακουγόταν και φαινόταν.
Την άλλη μέρα το πρωί μαζέψαμε τα λιγοστά πράγματα που κουβαλάγαμε και γυρίσαμε στο χωριό μας χωρίς να πούμε σε κανέναν τίποτα για την περιπέτειά μας γιατί φοβηθήκαμε πως κανείς δε θα μας πίστευε.

Μα τώρα και πάλι να ‘μαι εδώ να πατώ τα ίδια χώματα που κάποτε ορκίστηκα πως δε θα ξαναπατήσω.
Περάσανε χρόνια όμως από τότε με αποτέλεσμα ο φόβος να ‘χει ξεθωριάσει και οι αναμνήσεις από κείνη τη βραδιά να είναι αχνές τόσο ώστε να μη μπορούν πλέον να με οδηγήσουν πίσω στο χωριό μου και σχεδόν άφοβα να περπατώ πίσω από το θήραμά μου.

Βρήκα καταφύγιο κάτω από έναν γέρικο κέδρο να ξεκουραστώ και να περάσω το βράδυ εκεί.
Παράξενα όνειρα είδα εκείνο το βράδυ και ανησύχησα, γιατί είδα τον νεκρό πατέρα μου να φωνάζει πάνω από ένα σύννεφο λευκό, που μόλις σήκωνα το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω μια αστραπή έκανε την εμφάνισή της κι αμέσως ο πατέρας μου γινόταν πύρινος και άρχιζε να πέφτει προς τη πλευρά του χωριού μας με δύναμη και πολύ γρήγορα, ώσπου την ώρα που θα έσκαγε σαν ένα πύρινο βέλος και θα έφερνε θάνατο στο χωριό μου άνοιγα τα μάτια.
Τούτο το όνειρο το ‘δα πολλές φορές αυτό το βράδυ.

Είδα όμως και μια γυναίκα πανέμορφη να προσπαθεί να μ’ αγκαλιάσει όμως εγώ φοβούμενος από την ομορφιά της να πισωπατώ και τελικά να πέφτω στην άβυσσο και την ώρα που πλησίαζα στον πάτο της αβύσσου αν υπάρχει, να ξυπνάω λουσμένος στον ιδρώτα.
Σχεδόν δεν κοιμήθηκα καθόλου, μα αυτό δε μ’ εμπόδισε να σηκωθώ πριν χαράξει και να πάρω για μια ακόμη μέρα στο κατόπι το παράξενο ζώο.

Το ζώο ακολουθούσε ένα μονοπάτι το οποίο πρέπει να υπήρχε πολλά χρόνια σε τούτη την πλαγιά. Σε ένα σημείο του μονοπατιού τα ίχνη στρίβανε αριστερά και έπειτα από μερικές δεκάδες μέτρα εξαφανίστηκαν.
Πέρασα πολλές ώρες ψάχνοντας και παρατηρώντας προσεκτικά μα δεν έβλεπα τίποτα.
Ήρεμος σκεφτόμουν τι να κάνω. Δε μπορούσα να γυρίσω έτσι άπραγος στο χωριό μου γιατί υποσχέθηκα πως θα έφερνα το κεφάλι του ζώου που σκόρπισε τόσο κακό στη φυλή μου.
Αποφάσισα στην τύχη να κάνω προς τα ανατολικά καθαρά από ένστικτο με την ελπίδα σε κάποιο σημείο να σταθώ τυχερός και να ξαναβρώ τα ίχνη.
Περπάτησα κάμποσες ώρες χωρίς τίποτα να γίνει ώσπου κάποια στιγμή την ώρα που παραμέριζα τα κλαδιά ενός γέρικου κέδρου να περάσω λες κι άνοιξε η γη και με κατάπιε.
Κάπου πρέπει να πάτησα σε κάποια τρύπα που δε μπόρεσα να διακρίνω και άρχισα να κατρακυλώ με ταχύτητα χωρίς ωστόσο να πληγωθώ ώσπου το σώμα μου έπεσε ευτυχώς στο μαλακό χώμα που υπήρχε στο βάθος της τρύπας.

Πρέπει να έπεσα τουλάχιστον σε εικοσιπέντε με τριάντα μέτρα βάθος αν κρίνω από την ώρα που κατρακύλαγα.
Έκλεισα τα μάτια μου για λίγο για να συνηθίσω το σκοτάδι και τα ξανάνοιξα έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα για να δω ένα γλυκό κίτρινο φως να βγαίνει από ένα σημείο γύρω στα δέκα μέτρα μπροστά μου.
Το έδαφος ήταν κατηφορικό και γλιστερό, έτσι με δυσκολία άρχισα να κατευθύνομαι προς τα κει. Έφτασα και με έκπληξη παρατήρησα πως υπήρχε μια σχισμή απ’ όπου το φως έκανε την εμφάνισή του. Ίσα που με χώραγε και το διαπίστωσα όταν προσπάθησα να την περάσω.

Την ώρα που έσκυψα το κεφάλι μου για να περάσω από τη σχισμή είδα πολλά ίχνη όμοια μ’ αυτά που με φέρανε σε τούτα τα μέρη. Δίστασα για μια στιγμή μα παραμέρισα τους όποιους φόβους άρχισαν να εμφανίζονται και τελικά πέρασα μέσα.
Κατάλαβα πως πρέπει να είχα ανακαλύψει τη φωλιά του ζώου που είχα πάρει στο κατόπι.
Κοίταξα γύρω και είδα πως βρισκόμουν σε ένα τεράστιο δωμάτιο το οποίο πρέπει να είχαν λαξεύσει το βράχο και έτσι να το δημιουργήσανε. Θαύμασα τις τοιχογραφίες που έβλεπα και παρατήρησα πως πολλά ζώα που υπήρχαν σ’ αυτές δε τα ήξερα, μου ήταν εντελώς άγνωστα. Είδα ακόμη πως ο νεαρός είχε δίκιο στην περιγραφή που έκανε για το πλάσμα γιατί αυτά ακριβώς έβλεπα λαξευμένα στα πλαϊνά του τεράστιου βράχου.
Υπήρχε αρκετό φως μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο και ο αέρας αν και μύριζε λιγάκι ήταν αρκετά καλός. Μια πύλη μεγάλη υπήρχε στη μια πλευρά του δωματίου και αποφάσισα να κατευθυνθώ προς τα κει.

Προσεχτικά την πέρασα και είδα πως βρισκόμουν σε ένα μακρύ πολύ μακρύ διάδρομο με πυρσούς αναμμένους και στερεωμένους αριστερά και δεξιά στα πέτρινα τοιχώματα. Ο διάδρομος ήταν και πάλι ελαφρά κατηφορικός και ελικοειδής.
Άρχισα να περπατώ στην αρχή αργά και προσεχτικά μα έπειτα πιο γρήγορα. Περπατούσα επί ώρες χωρίς να αλλάξει το παραμικρό και χωρίς να ακούγεται τίποτα. Μια ηρεμία μόνο να πλανάται και να σε τυλίγει εκεί κάτω στα βάθη του Ζέστρα.
Δεν ξέρω για πόσες ώρες περπατούσα ώσπου έπειτα από μια στροφή εντελώς ξαφνικά βρέθηκα σε αδιέξοδο. Ένας βράχος μπροστά μου έφραζε το δρόμο. Κοίταξα δεξιά κι αριστερά μήπως και διακρίνω κάτι ίσως κάποια οπή χαραγμένη στα τοιχώματα , ένας μοχλός που μπορεί να χρησιμεύει στο άνοιγμα του βράχου αλλά μάταιος κόπος.

Δεν ήξερα πλέον τι να κάνω. Μου πέρασε από το μυαλό να ξαναγυρίσω πίσω, αλλά δεν ήθελα τώρα που έφτασα εδώ έπειτα από τόσες μέρες να τα παρατήσω. Εξάλλου μ’ έτρωγε και η περιέργεια για το τι κόσμο θα αντικρίσω. Είχα πειστεί σ’ όλη τη διαδρομή, πως δε μπορεί όλα αυτά που είδα να τα κάνουν ζώα, οπότε ήμουν σίγουρος πως πρόκειται για κάποια ξεχασμένη φυλή που κρύβετε από τους ανθρώπους ποιος ξέρει γιατί, στα βάθη του βουνού.

Αφού δεν είδα κάτι που μπορεί να χρησιμεύσει στο άνοιγμα του βράχου, άρχισα να χαϊδεύω τον ίδιο τον βράχο με τα δάχτυλά μου, μπας και σταθώ τυχερός και με κάποια κίνηση να καταφέρω να τον ανοίξω. Στάθηκα τυχερός, καθώς ο βράχος παραμέρισε αμέσως μόλις το χέρι μου πέρασε από ένα σημείο, το οποίο ήταν εντελώς λείο και δεν ένοιωθες την άγρια πλευρά της πέτρας.
Δεν είδα κάτι να αλλάζει, καθώς και πάλι ένας μακρύς διάδρομος έκανε την εμφάνισή του και δεξιά κι αριστερά αναμμένοι πυρσοί να τον φωτίζουν και να δίνουν ένα πολύ όμορφο κιτρινωπό χρώμα στην ατμόσφαιρα.
Άρχισα να περπατώ πιο χαλαρά τούτη τη φορά και οι σκέψεις μου γυρνούσαν στο χωριό μου, που στο μεταξύ οφείλω να πω, πως το είχα πεθυμήσει, άλλωστε δεν έλειπα και λίγες μέρες.

Το χαμόγελο που διαγράφηκε στο πρόσωπό μου όση ώρα έκανα τούτες τις σκέψεις πάγωσε, καθώς βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα πλάσμα σαν κι αυτό που κυνηγούσα, μα αποκλείεται να ήταν το ίδιο, καθώς ήταν πολύ μικρό αυτό εδώ που βρισκόταν μπροστά μου.
Δεν έφτανε ούτε μέχρι τα γόνατά μου και τολμώ να πω με σιγουριά πως δε με φόβισε καθόλου. Του μίλησα αργά στοργικά και έτεινα το χέρι μου προς το μέρος του. Εκείνο πισωπάτησε κοιτώντας με περιέργεια.
Παρατήρησα τα μικρά του πορφυρά μάτια να με κοιτούν χωρίς φόβο και αφού πέρασε ένα μικρό διάστημα τόσο ώστε η παρουσία μου να μην το κάνει διστακτικό πια άγγιξε το τεντωμένο μου χέρι και μου το χάιδεψε. Με πλησίασε ακόμη περισσότερο για να με παρατηρήσει καλύτερα και άρχισε γεμάτο περιέργεια να αγγίζει όλο μου το σώμα και μικρά βογκητά όμοια με ενός μωρού άρχισε να βγάζει από το μεγάλο του στόμα.
Χαμογέλασα βλέποντάς το να περιεργάζεται και να αφήνει αυτά τα μικρά επιφωνήματα θαυμασμού για όσα ανακάλυπτε πάνω μου αλλά και γω δεν έχασα την ευκαιρία να θαυμάσω το πλούσιο κοκκινωπό τρίχωμά του και τα απαλά άκρα του τα οποία κατέληγαν σε μακριά κοφτερά νύχια.
Πρόσεξα το παράξενο πρόσωπό του και διαπίστωσα πως ενώ δεν θύμιζε με τίποτα άνθρωπο δεν ήταν τόσο τρομακτικό όσο ο νεαρός της φυλής μας περιέγραψε.
Κάποια στιγμή σήκωσε το πρόσωπό του και μου χαμογέλασε και ένοιωσα πάρα πολύ όμορφα έπειτα από πολλές μέρες. Το κοίταξα και γω μέσα στα γλυκά παράξενα μάτια του και έσκυψα και το πήρα στην αγκαλιά μου. Άρχισε να χαϊδεύει τα μακριά μαύρα μου μαλλιά και να τα βάζει στη μικρή του χνουδωτή μύτη και να τα μυρίζει.
Δεν πρέπει να του άρεσε και πολύ η μυρουδιά τους καθώς πολλές μέρες είχα να τα πλύνω και αμέσως τα πέταξε κάνοντας ένα μορφασμό που μ’ έκανε να γελάσω δυνατά.

Για μια ακόμη φορά το χαμόγελό μου πάγωσε όταν είδα μια ομάδα από τούτα τα πλάσματα να έρχεται καταπάνω μου και αυτή τη φορά είδα πως οι διαθέσεις τους δεν ήταν και πολύ καλές. Περιττό να πω πως ήταν πιο μεγαλόσωμα από το μικρό πλασματάκι που κρατούσα στην αγκαλιά μου.

Με κυκλώσανε και παράξενες φωνές ακουγόντουσαν, σαν γρυλίσματα σκύλων που αρχίζουν τσακωμό. Ο μικρός μου φίλος ενώ στην αρχή όταν τους είδε να έρχονται άρχισε να κουνά τα πόδια του χαρούμενα δείχνοντας προς το μέρος τους τώρα σαστισμένος κοιτούσε τα οργισμένα πρόσωπα των μεγάλων της φυλής του.

Ένα από τα παράξενα αυτά όντα έκανε μερικά βήματα μπροστά και άρχισε να μιλάει με το μικρό που κρατούσα στην αγκαλιά μου. Εγώ ευγενικά τον απόθεσα στο έδαφος και αμέσως κάποιο πλάσμα από την ομάδα έτρεξε και το πήρε στην αγκαλιά του.
Κατάλαβα πως ήταν κάποιος από τους γονείς του και χαμογέλασα. Άρχισαν να μιλάνε σε κείνη την ακατάληπτη γλώσσα και είδα πως σιγά σιγά τα πρόσωπά τους άρχισαν να ηρεμούν και να μη δείχνουν πια τόσο επιθετικά όσο τα είδα στην αρχή.

Μου κάνανε νόημα να τους ακολουθήσω και αυτό έκανα χωρίς κανένα δισταγμό και φυσικά χωρίς φόβο.
Περπατήσαμε αρκετή ώρα ώσπου κάποια στιγμή βρεθήκαμε ξανά μπροστά σε έναν παρόμοιο βράχο να κλείνει τη στοά. Κάποιος από τα πλάσματα ακούμπησε το δάχτυλό του στο ίδιο ακριβώς σημείο που το ‘χα ακουμπήσει και γω στον προηγούμενο και ο βράχος υποχώρησε. Από το σημείο εκείνο και μετά είδα σκαλοπάτια λαξευμένα στο πετρώδες αυτή τη φορά έδαφος και αρχίσαμε να τα κατεβαίνουμε. Έπειτα από αρκετή ώρα βρέθηκα σε έναν παράδεισο.

Το μυαλό μου αδυνατούσε να πιστέψει όλα αυτά που τα μάτια μου έβλεπαν.

Το κιτρινωπό αχνό φως από την λάμψη των αναμμένων δαδιών σ’ όλη τη διαδρομή της στοάς άφησε τη θέση της σ’ ένα πανέμορφο γαλαζοπράσινο το οποίο κάλυπτε όλο τον τεράστιο χώρο που έβλεπα να ξεδιπλώνεται για πολλά χιλιόμετρα μπροστά μου. Στρογγυλά πέτρινα σπίτια αραδιασμένα δεξιά κι αριστερά ανάμεσα από πολύχρωμα λουλούδια και κάθε λογιών δέντρα πολλά από τα οποία μου ήταν άγνωστα να συνθέτουν ένα παραμυθένιο τοπίο με τα ρυάκια να κελαρύζουν πέφτοντας από μικρούς καταρράκτες και οι όχθες να ’ναι καταπράσινες από τη χλόη. Δεν γνωρίζω πως μπόρεσαν και κατάφεραν χωρίς το φως του ήλιου να ζουν τόσα φυτά και δέντρα εδώ κάτω στα βάθη του παράξενου τούτου και μαγικού βουνού του Ζέστρα.

Συνεχίζαμε να κατεβαίνουμε τα απότομα σκαλοπάτια με προσοχή καθώς το ύψος ήταν αρκετά μεγάλο και αν δε πρόσεχες και γλίστραγες από κει θα έπεφτες στους βράχους οι οποίοι ήταν σαν κοφτερά μαχαίρια δεξιά μας και σε μεγάλο βάθος.
Φτάσαμε επιτέλους στο χωριό τους και αρχίσαμε να περπατάμε ανάμεσα από τα όμορφα παράξενα σπίτια τα οποία ήταν όλα όμοια βαμμένα και φτιαγμένα μεταξύ τους. Με οδήγησαν σε ένα μεγάλο χώρο στο κέντρο του χωριού τους και αμέσως συγκεντρώθηκαν εκατοντάδες τέτοια παράξενα πλάσματα κοιτώντας με από πάνω ως κάτω με φανερή περιέργεια ενώ δεκάδες μουρμουρητά ακουγόταν άλλοτε ψιθυριστά και άλλοτε πιο δυνατά.

Ξαφνικά μια σιωπή απλώθηκε και τα κεφάλια όλων στραφήκανε προς την κατεύθυνση από την οποία ξεπρόβαλε ένα αρκετά πιο μεγαλόσωμο πλάσμα με το κοκκινωπό του τρίχωμα υψωμένο και μια λωρίδα μαύρου τριχώματος να ξεκινά από το μέτωπό του καταλήγοντας στο τέλος της πλάτης του.
Με πλησίασε αρκετά κοντά και τα μάτια του πέσανε στα δυο μου μαχαίρια που είχα περασμένα αριστερά και δεξιά στη ζώνη μου.
Άπλωσε τα μακριά του δάχτυλα με τα κυρτωμένα κοφτερά του νύχια και αμέσως έβγαλα τα μαχαίρια μου και του τα έδωσα. Αφού τα περιεργάστηκε για λίγο μου τα ξανάδωσε πίσω. Ήταν μια καλή ένδειξη για μένα τούτο το γεγονός καθώς πλέον πείστηκα πως δεν είχαν άσχημο σκοπό.

Όλη αυτή την ώρα δεν ακούστηκε το παραμικρό. Γύρισε το κεφάλι του και κάτι είπε στη γλώσσα τους στο πλάσμα που κράταγε το μικρό μου φίλο στην αγκαλιά του.
Ο μικρός μου φίλος άρχισε να μιλά ακατάπαυστα και πολλές φορές στο διάστημα που μίλαγε με κοίταξε χαμογελώντας σαν μου έστελνε μήνυμα πως κανείς δεν πρόκειται να με πειράξει και πως ήμουν ασφαλής.
Αφού τέλειωσε τη διήγησή του ο αρχηγός της φυλής μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω.

Ξεκινήσαμε μια πορεία προς ένα μεγάλο κτίριο το οποίο δε γνώριζα από τι υλικό είναι φτιαγμένο. Μια τεράστια πύλη περάσαμε και βρεθήκαμε στο εσωτερικό του, του οποίου το δάπεδο ήταν από ένα υλικό πολύ παράξενο γιατί ένοιωθα τα πόδια μου να βουλιάζουν καθώς πάταγα. Δεν είδα κανένα άλλο έπιπλο μέσα παρά μόνο πρόσεξα πως από ορισμένα σημεία ένα πορφυρό φως εισχωρούσε στο ναό. Έτσι μου φάνηκε και αυτό πίστεψα πως ήταν εκείνη τη στιγμή.
Μαζί με το μεγάλο πλάσμα βαδίσαμε στο κέντρο του ναού όπου υπήρχε ένας κύκλος ο οποίος ξεχώριζε από το παράξενο πορφυρό φως που έμπαινε από αόρατες για τα μάτια μου σχισμές.

Βρέθηκα λοιπόν μαζί του στο κέντρο του κύκλου όταν ξαφνικά ένα φως μας τύλιξε και τους δυο και με μεγάλη ταχύτητα και μας μετέφερε κάπου απ’ όπου μπόρεσα να διακρίνω την πόλη της φυλής των πλασμάτων αλλά όχι στα σωθικά του Ζέστρα αλλά έξω με το φως του ήλιου να την λούζει. Ξαφνικά το όμορφο αυτό τοπίο έφυγε και στη θέση του είδα καβαλάρηδες πολεμιστές να σπέρνουν τον θάνατο στη μικρή αυτή πόλη. Είδα μικρά πλάσματα σαν τον νεαρό μου φίλο αλυσοδεμένα να τραβούν το δρόμο της σκλαβιάς νότια προς τα ορυχεία του Ντράλοβ κι αυτό κάτι μου θύμισε.
Έπειτα είδα μια αρκετά μεγάλη ομάδα πλασμάτων να τραβά προς το Ζέστρα και να σκάβουν λαγούμια για να καλυφθούν από τους άγριους πολεμιστές που τους είχαν πάρει στο κατόπι.

Τα μάτια μου όλο αυτό το διάστημα είχαν δακρύσει από τις εικόνες ντροπής που έβλεπαν και έκλαψα γιατί ήταν η δική φυλή μου αυτή που ήταν υπεύθυνη για τον σκοτωμό και τον ξεριζωμό από τα σπίτια τους των συμπαθητικών αυτών πλασμάτων.

Έπειτα τα μάτια μου είδαν τους ανθρώπους του χωριού μου και διαπίστωσα πως ήταν αυτοί που είχαν σκοτωθεί εκείνο το βράδυ που ένα από τα παράξενα όντα επιτέθηκε στο χωριό μου να κουβαλάνε αλυσοδεμένο ένα πλάσμα και κείνο να ουρλιάζει βγάζοντας κραυγές πόνου κάθε φορά που το χτυπάγανε με μακριές αλυσίδες.
Το σέρνανε πάνω στο έδαφος και το μεταφέρανε σε μια αχυροκαλύβα και το πετάξανε σαν σακί κάτω στο έδαφος. Είδα το πλάσμα το βράδυ να προσπαθεί να απαλλαγεί από τα δεσμά του ώσπου τα κατάφερε αφήνοντας όμως άσχημες πληγές στους καρπούς των χεριών του.
Το είδα να μπαίνει σε ένα από τα σπίτια των κατοίκων του χωριού μου και με περίσσια μανία, να σκοτώνει με τα χέρια και τα δόντια του τους ανθρώπους που ήταν υπεύθυνους για την κατάστασή του. Έπειτα είδα το νεαρό αγόρι της φυλής μου, να έρχεται αντιμέτωπο με το πλάσμα και να το κοιτά τρομαγμένο, μα εκείνο δεν έκανε καμιά εχθρική κίνηση προς το μέρος του παρά μόνο το κοίταξε με θλίψη και τρέχοντας βγήκε από το σπίτι.

Έμεινα έκπληκτος απ’ αυτά που τα μάτια μου είδαν και τότε συνειδητοποίησα πόσο εγωιστικά και μονόπλευρα βλέπουμε εμείς οι άνθρωποι το ρόλο μας στον κόσμο. Νομίζουμε πως εμείς είμαστε αυτοί οι οποίοι πρέπει να κυριαρχούν στη γη που πατάμε, μα ξεχνάμε πως το Ιερό Δέντρο έφτιαξε τούτα τα χώματα, για να τα πατάνε και να τρέφονται όλα τα πλάσματα που δημιούργησε και όχι μόνο η ανθρώπινη φυλή, η οποία εγωιστικά εξακολουθεί στο πέρασμα των αιώνων να πιστεύει, πως διαφέρει από τα άλλα ζώα του κόσμου μας και πως η ίδια, είναι πολλά σκαλοπάτια πάνω απ’ αυτά.

Ενώ έκανα αυτές τις σκέψεις, το παράξενο φως εμφανίστηκε για δεύτερη φορά και ταχύτατα μας ξανάφερε στο κέντρο του παράξενου ναού.
Έτεινα τα χέρια μου προς το μέρος του πλάσματος και κείνο μου τα έδωσε. Του τα έσφιξα ζητώντας ένα μεγάλο σιωπηλό συγνώμη για αυτά τα οποία έκανε η φυλή μου και δάκρυα λύπης άρχισαν να κυλάνε στα μαγουλά μου.
Το πλάσμα με συμπόνεσε και στοργικά μου χάιδεψε τα μαλλιά.
Σήκωσε το κεφάλι του και κοιτώντας με στα μάτια πρόφερε τη λέξη ‘’Κορκ’’, δείχνοντας με τα χέρια του το πλήθος της φυλής του.

Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη, καθώς είχαμε ακουστά για τους αιμοβόρους Κόρκ, οι οποίοι στραγγίζανε τα σώματα των ανθρώπων για να επιβιώσουν. Μας έμαθαν να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί απέναντί τους, αραδιάζοντάς μας ένα σωρό τρομακτικές και γεμάτες αίμα ιστορίες, που έκαναν το αίμα μας κάθε φορά που τις ακούγαμε να παγώνει.

Μα τώρα εδώ, αυτός ο μύθος καταρρέει μπροστά μου, βλέποντας τούτη την ειρηνική φυλή και κατάλαβα πως κάποιοι μπορούν αν θέλουν να κρατάνε σε άγνοια ολόκληρους πληθυσμούς, κάνοντάς τους να πιστεύουν αυτά που εκείνοι θέλουν με οποιοδήποτε κόστος, για όλη την ανθρώπινη φυλή μας, μα η δύναμη των Δίδυμων Θεών είναι πολύ μεγαλύτερη και αυτά που μου δείξανε θα μαθευτούν σ’ όλο το γνωστό μέχρι σήμερα κόσμο.

Με συνοδέψανε μέχρι την έξοδο, κάνοντας με πολλά δώρα και αφού τους ευχαρίστησα, τους άφησα υποσχόμενος να προσπαθήσω να ξυπνήσω τους ανθρώπους της φυλής μου, κάνοντάς τους να δουν την αλήθεια καταπρόσωπο και δείχνοντάς τους τον τρόπο, να παίξουν έναν πολύ καλύτερο και πιο δίκαιο ρόλο μέσα στη φύση, καθώς φαίνεται στο πέρασμα των αιώνων, ξεχάσαμε πως εμείς ανήκουμε σ’ αυτήν και όχι αυτή σ’ εμάς.

Η Υπόσχεση Ενός Άντρα

Ήταν την ημέρα που τα παιδιά έπαιζαν στο γρασίδι.
Ένας καβαλάρης έκανε την εμφάνισή του ξαφνικά κι απρόσμενα και τα κεφάλια των παιδιών γύρισαν προς το μέρος του κοιτάζοντάς τον.
Το κάτασπρο άλογο σηκώθηκε χλιμιντρίζοντας στα πίσω πόδια του χαιρετώντας ίσως μ’ αυτό τον τρόπο τους μικρούς που το κοίταζαν με θαυμασμό.
Ο αναβάτης ήταν ένα όμορφο παλικάρι που δεν ξεπερνούσε τα εικοσιπέντε του χρόνια με τα μακριά του μαλλιά να χορεύουν στον ρυθμό του αγέρα που δρόσιζε εκείνο το ζεστό καλοκαίρι τους κατοίκους της περιοχής.

Χαμογέλασε στα παιδιά και κείνα με θαυμασμό μαζεύτηκαν γύρω του όταν ξεπέζεψε. Οι ερωτήσεις των παιδιών άρχισαν να πέφτουν σαν τη βροχή.
‘’Πως σε λένε, ποιο το όνομα του αλόγου, είσαι πολεμιστής, που πας, που είναι τα όπλα σου, ποιος ο βασιλιάς σου’’, και άλλες πολλές ερωτήσεις στις οποίες το παλικάρι άρχισε να απαντά.

‘’Με λένε Έντο και κατάγομαι από μια χώρα πολύ μακριά από δω. Είναι πίσω από κείνα τα χιονισμένα βουνά κι ακόμα μακρύτερα απ’ όσο μπορείτε να φανταστείτε.
Ζω στην ψηλότερη κορφή των βουνών της πατρίδας μου μέσα στο μεγάλο κι επιβλητικό κάστρο το οποίο οι πρόγονοί μου το φτιάξανε χιλιάδες χρόνια πριν. Τον περισσότερο καιρό του χρόνου αν επισκεπτόσασταν το μέρος που ζω θα νομίζατε πως το περικλείει η θάλασσα καθώς τα σύννεφα τα οποία βρίσκονται χαμηλότερα από την κορυφή του αγαπημένου βουνού αυτήν την εικόνα σου δίνουν, πως βρίσκεσαι σε νησάκι καταμεσής στον ωκεανό.’’

Τα παιδιά κρεμόντουσαν από τα χείλη του Έντο όση ώρα εκείνος μίλαγε και πολλές φορές μπήκανε στον πειρασμό να τον ρωτήσουν για τα μέρη που ζούσε και για το κάστρο που φαινόταν τόσο παραμυθένιο, δε το κάνανε όμως από φόβο μήπως τον ενοχλήσουν κι εξαφανιστεί ξαφνικά όπως είχε έρθει. Έτσι τον άφησαν να μιλάει και μόνο επιφωνήματα θαυμασμού έβγαιναν συχνά πυκνά από τα στόματά τους.
Ο Έντο λοιπόν συνέχισε την ιστορία του.

‘’Ζούσαμε πολύ ειρηνικά για πάρα πολλά χρόνια, χωρίς να πειράξουμε κανέναν, μιας και οι επαφές μας με τον υπόλοιπο κόσμο δεν ήταν πολύ συχνές, παρά μόνο όταν χρειαζόμασταν κάτι το οποίο δεν μπορούσε να μας το δώσει η γη μας.
Αραιά και που, μας επισκεπτόταν ταξιδευτές και γυρολόγοι, τους οποίους φιλοξενούσαμε στα δωμάτια των ξένων που οι αρχιτέκτονές μας τα είχαν φτιάξει ακριβώς γι αυτό το λόγο.

Οι πρόγονοί μου βασίλευαν δίκαια και με σύνεση χιλιάδες χρόνια και κοιτούσαν το καλό του λαού μας και έτσι ποτέ οι υπήκοοί μας δεν είχαν εξεγερθεί εναντίον μας, γιατί δεν είχαν λόγο να το κάνουν. Συμμετείχαν στις χαρές της βασιλικής οικογένειάς μου με τον ίδιο τρόπο, που κι εμείς συμμετείχαμε στις δικές τους χαρές.
Οι γάμοι όλων των ανθρώπων του λαού μας γινόταν πάντα μέσα στο παλάτι της οικογενείας μας και τα έξοδα του γάμου βάρυναν πάντα τον βασιλιά και πατέρα μου γενναίο Ντερκ. Ο πατέρας μου αμέσως μετά τον γάμο, φρόντιζε έτσι ώστε το ζευγάρι να έχει το δικό του σπίτι στα πόδια του παλατιού, για να μπορεί να ζει με ευπρέπεια.
Έτσι γινόταν πάντα κι έτσι γίνεται ακόμη και σήμερα.

Μ’ αυτό τον τρόπο οι πρόγονοί μου κατάφεραν να είναι αξιαγάπητοι στο λαό τους, καθώς η ευημερία του λαού ήταν το πρώτο μέλημά τους.
Κατάφεραν ακόμη κι εξάλειψαν κάθε είδους αδικία και βία, ώστε δεν υπήρχαν παρά ελάχιστοι πολεμιστές κι αυτοί χρησιμοποιούσαν τα ξίφη τους, μόνο όταν κάνανε την καθημερινή τους εκπαίδευση και πουθενά αλλού, μα σας λέω, πως μπορεί να είναι λίγοι, αλλά φτάνουν και περισσεύουν, γιατί έχουν αναπτύξει μια τεχνική, που δύσκολα μπορεί κάποιος να τα βάλει μαζί τους.
Αυτή την τεχνική μου διδάξανε και μένα, όταν έγινα άνδρας.

Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στην αυλή του παλατιού και στους δρόμους της πόλης μου, μαζί με τα παιδιά των υπηκόων του βασιλείου.
Παίζαμε ξέγνοιαστα κι ανέμελα χωρίς να ξέρουμε τι θα πει φόβος.
Όταν έγινα δεκαπέντε ετών και πέρασα τη δοκιμασία του άγριου αλόγου μου, αυτό που βλέπετε τώρα μπροστά σας και το όνομά της είναι Εντόρα, πέρασα δικαιωματικά στην κατηγορία των αντρών και ανάλογη ήταν και η εκπαίδευσή μου.

Εκείνο το βράδυ ένα παράξενο όραμα είχα την ώρα που κοιμόμουν.
Έβλεπα εκατοντάδες πουλιά να έρχονται και να τσιμπάνε το κεφάλι μου και γω ουρλιάζοντας και προσπαθώντας να ξεφύγω, να πέφτω από τα τεράστια και ψηλά τείχη του κάστρου στον μεγάλο γκρεμό, ώσπου την ώρα που νόμιζα πως θα συγκρουόμουν με τους κοφτερούς και απότομους βράχους, ένα λευκό σύννεφο να έρχεται με ορμή από κάτω μου και να με παίρνει στη μαλακή αγκαλιά του, να με σηκώνει ψηλά πολύ, τόσο, ώστε οι άνθρωποι που έβλεπα κάτω μου φαινόταν μικρότεροι κι από τα μυρμήγκια και έπειτα να με αφήνει στο αγαπημένο μου γρασίδι μπροστά ακριβώς από την είσοδο του παλατιού.’’

Εκείνη την ώρα ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από τα στόματα όλων των μικρών παιδιών και σιγοψιθυρίσματα ικανοποίησης ακουστήκανε από τα χείλη τους.
Ο νεαρός πρίγκιπας Έντο χαμογέλασε ικανοποιημένος για την προσήλωση που δείχνανε τα παιδιά στην ιστορία του και συνέχισε.

‘’Την επόμενη μέρα είπα το όραμά μου στον μεγαλύτερο σε ηλικία σοφό του παλατιού και κείνος μου είπε πως κάτι άσχημο θα συμβεί στη ζωή μου, το οποίο όμως δε πρέπει να με φοβίζει, καθώς θα ‘ναι προσωρινό και ανώδυνο.
Τα λόγια οφείλω να ομολογήσω πως ενώ στην αρχή με φόβισαν, στο τέλος μου άφησαν μια γλυκιά γεύση.

Έτσι λοιπόν περίμενα πολλά χρόνια να μου συμβεί κάτι άσχημο, ώσπου τελικά μια μέρα κάτι άσχημο συνέβη, αλλά όχι σε μένα που περίμενα, μα στην αγαπημένη μου Ανέλια.

Την Ανέλια τη γνώρισα μια μέρα όπου είχα πάει για κυνήγι στο μεγάλο και πυκνό δάσος, έξω από τα τείχη του κάστρου.
Στήναμε με τους φίλους μου παγίδες στα δέντρα για να πιάσουμε πουλιά, όταν μια γλυκιά μελωδία ακούστηκε κάπου κοντά μας, την οποία συνόδευε μια πολύ ευγενική, εξαίσια και τρυφερή φωνή.
Αμέσως ξέχασα τις παγίδες και μαζί με τους φίλους μου πλησιάσαμε στο σημείο από όπου ακουγόταν αυτή η θαυμάσια μουσική με την θεϊκή φωνή να την πλαισιώνει.

Κρυφτήκαμε πίσω από τις φυλλωσιές των δέντρων και στα μάτια μας ήρθε η προσωποποίηση της ομορφιάς. Όμοια με συλφίδα, βγαλμένη λες μέσα απ’ τα κρυφά όνειρα κάθε αρσενικού, σου ‘δινε την εικόνα της τελειότητας μέσα στο λευκό της φόρεμα, με τα κατάξανθα μαλλιά της να ανεμίζουν στο ρυθμό της μελωδίας, λες και κάποιος θεός φρόντιζε ώστε ο άνεμος να χορεύει μαζί τους.

Δεν μπόρεσα να μείνω για πολύ ώρα κρυμμένος, καθώς φοβήθηκα πως θα εξαφανιζόταν χωρίς να προλάβω να της μιλήσω. Έτσι με τόλμη που ακόμη και τώρα με εκπλήσσει μα που δε μετανιώνω, εμφανίστηκα μπροστά της χαιρετώντας την. Εκείνη με έκπληξη θαρρώ με κοίταξε, σταμάτησε το τραγούδι και μου μίλησε.
Πως βρέθηκα σε τούτη την πλευρά του δάσους ήταν τα πρώτα της λόγια κι αφού της εξήγησα της είπα το όνομά μου. ΄΄Με λένε Ανέλια΄΄ μου είπε και το όνομά της χαράχτηκε σαν πύρινη ανεξίτηλη γραφή στην καρδιά μου.

Μου είπε πως μένει εκεί κοντά με την οικογένειά της και για να μη σας ταλαιπωρώ με την πολυλογία μου μικροί μου φίλοι γνώρισα την ζεστή οικογένειά της. Από κείνη την ημέρα οι επισκέψεις μου στο σπίτι της έγιναν καθημερινές και η έλξη που νιώθαμε μεταξύ μας μετατράπηκε σε συμπάθεια η οποία με τη σειρά της άφησε τη θέση της στην αγάπη. Μια αγάπη ανείπωτη όπου μόνο άνθρωποι που την έχουν ζήσει μπορούν να καταλάβουν.

Την ημέρα της ένωσης μας με τα δεσμά του γάμου στο παλάτι του πατέρα μου εκείνη τη μέρα έγινε πραγματικότητα το όραμα που ο σοφός του βασιλείου μου είχε προβλέψει.
Αντί να εμφανιστεί η αγαπημένη μου Ανέλια να περνά τις πόρτες του κάστρου την οικογένειά της είδα με τα μάτια βουρκωμένα και αμέσως το μυαλό μου πήγε στο κακό.
Μου είπαν μέσα στα αναφιλητά τους πως ένας απάνθρωπος μάγος έκανε την εμφάνισή του ξημερώματα στο σπίτι τους και χωρίς να πει τίποτα άρπαξε την Ανέλια και εξαφανίστηκε μέσα στο δάσος.

Ο γεροντότερος σοφός του παλατιού αμέσως ρώτησε τους γονείς της να του πουν τα χαρακτηριστικά του μάγου που άρπαξε την αγαπημένη μου.
Αυτοί του είπαν πως φόραγε ένα λευκό ρούχο από πάνω ως κάτω. Τα μαλλιά είχανε το χρώμα που έχουν τα στάχυα όταν ωριμάζουν μα το χρώμα του δέρματός του ήταν σαν του βρεγμένου χώματος, βρώμικο και μαύρο. Ένας πορφυρός μανδύας συμπλήρωνε την ένδυσή του κι ένα ξύλινο ραβδί κράταγε στα χέρια του.

Ο σοφός αφού τους άκουσε με προσοχή με πήρε παράμερα και άρχισε να μου λέει ποιος είναι τούτος ο παράξενος μάγος και τι ζήταγε από μένα κλέβοντας την αγαπημένη μου την ημέρα του γάμου μας.
΄΄Παιδί μου Έντο η ιστορία που θα ακούσεις έχει διάρκεια χιλιάδες χρόνια όταν ακόμη το βασίλειό μας δεν υπήρχε. Ο πρώτος πρόγονός σου και υπεύθυνος για την ίδρυση τούτης της πόλης και του βασιλείου που απολαμβάνουμε αιώνες τώρα Λάντο τόλμησε πάνω στον ενθουσιασμό του να τα βάλει με την φυλή των μάγων που ζουν στα έγκατα τούτου του βουνού για μια γυναίκα.
Με περίεργο τρόπο βρέθηκε στις υπόγειες πόλεις των μάγων και κατάφερε να ξεγελάσει όλους τους φρουρούς που φυλάνε τις εισόδους των πόλεων τους και να κλέψει την αγαπημένη όλων των μάγων που κρατούσαν φυλακισμένη την ψυχή της σε έναν λαβύρινθο από στοές.
Λένε πως ένα παιδί που δεν ξεπερνούσε τα οκτώ του χρόνια τον βοήθησε άγνωστο πως και κατάφερε αυτό που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει.

Οι μάγοι εξαπέλυσαν κυνηγητό για να τον πιάσουν μα το μόνο που κατάφεραν ήταν να σκοτώσουν για πάντα την αγαπημένη του Λάντο όταν αυτή αδύναμη από τη γέννα του γιου της σε μια στιγμή αδυναμίας όταν οι πόνοι του τοκετού γίνανε ανυπόφοροι επικαλέστηκε τη βοήθεια μιας γριάς μαίας η οποία κατευθυνόμενη από τους μάγους θανάτωσε την ψυχή της κρυφά και ξέρεις πως όταν η ψυχή κατευθυνθεί προς τα σκοτάδια της αβύσσου τότε και το σώμα φθείρεται και πεθαίνει πολύ σύντομα.

Ο Λάντο τότε εξαπέλυσε έναν άγριο πόλεμο εναντίον των μάγων και σε σύντομο χρονικό διάστημα θανάτωσε αρκετούς από δαύτους μα όχι όλους. Εκείνοι φοβισμένοι σταμάτησαν να κάνουν την εμφάνισή τους στο βασίλειό μας κι έτσι ένα είδος ανακωχής υπήρξε μεταξύ μας για εκατοντάδες χρόνια. Μέχρι που σήμερα εμφανιστήκανε και δεν ξέρω για ποιο λόγο διάλεξαν εσένα για να κάνουν τόσο κακό. Ίσως η ομορφιά της Ανέλια να έπαιξε το δικό της ρόλο στην απόφαση να την κλέψουν.

Θα σου δώσω ένα φυλαχτό γιατί ξέρω πως θα τρέξεις στο κατόπι τους για να μπορέσεις να την ελευθερώσεις. Τούτο το φυλαχτό κρατάει από γενιά σε γενιά και αυτό ήταν που έδωσε δύναμη στον Λάντο να τα βάλει μαζί τους εκτός από το παράξενο αγόρι που συνάντησε και τον βοήθησε.΄΄
Αυτά τα λόγια μου είπε ο σοφός της παλατιού μου κι ευθύς αμέσως με πήρε στα υπόγεια του ανακτόρου για να μου το δώσει.’’

Τα παιδιά όλη αυτή την ώρα δεν έβγαζαν κιχ και ανυπόμονα, το ‘βλεπες στα μάτια τους, περίμεναν την συνέχεια της ιστορίας του Έντο, ο οποίος αργά και σταθερά συνέχισε.

‘’Παραξενεύτηκα όταν είδα να παίρνει ένα βιβλίο το οποίο πρέπει να είχε γραφεί αιώνες πριν και να βγάζει από μέσα του ένα κομμάτι γαλάζιο ύφασμα και να μου το δίνει.
Δεν πρόλαβα καλά καλά να τον ρωτήσω τι βοήθεια μπορεί τούτο το ύφασμα να μου προσφέρει όταν μου είπε πως αυτό το ύφασμα ανήκε στον μανδύα του Λάντο όταν άρχισε τη μάχη εναντίον των μάγων. Τον μανδύα του τον είχε δώσει ο Γκέρκο φημισμένος μάγος και τελευταίος της φυλής των Ακάμ που ζούσαν σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο από τον δικό μας. Το ύφασμα του μανδύα είχε μεγάλες μαγικές ιδιότητες καθώς θα τον προστάτευε από τα μαγικά κόλπα που οι εχθροί μάγοι θα του έκαναν. Ακόμη λειτουργεί και σαν ασπίδα για τα φονικά όπλα των πολεμιστών φυλάκων των εισόδων της πόλης τους.

Αφού μου είπε αυτά τα λόγια καβάλησα το άλογό μου την Εντόρα και ξεκίνησα να βρω την αγαπημένη μου Ανέλια.

Στο δρόμο και πριν το πυκνό δάσος συνάντησα μέσα στην ομίχλη ένα παράξενο αγόρι να στέκεται στη μέση του δρόμου μου και να κοιτά με τα παράξενα γαλάζια μάτια του κατευθείαν μέσα στα δικά μου.
Μου έκανε νόημα να σταματήσω και γω σταμάτησα.
΄΄Τι θέλεις;΄΄ τον ρώτησα.
΄΄Να μ’ ανεβάσεις στην Εντόρα και να μου κάνεις μια βόλτα΄΄ είπε.
Δεν παραξενεύτηκα που γνώριζε το όνομα του αλόγου μου γιατί όλοι στο βασίλειο γνωρίζανε τη μάχη που έδωσα για να μπορέσω να το καβαλικέψω μα βιαζόμουν να βρω την Ανέλια και υποσχέθηκα πως δε θα αργήσω και πως θα γυρίσω να του κάνω βόλτα με το άλογό μου σύντομα.
Το παιδί με κοίταξε θλιμμένα και εξαφανίστηκε μέσα στην ομίχλη πριν προλάβω να τον ρωτήσω τίποτα άλλο και πριν τον χαιρετήσω.
Δεν έδωσα όμως μεγάλη σημασία σε τούτη τη συνάντηση καθώς το μυαλό μου βρισκόταν κοντά στην αγαπημένη μου.

Όσο κι αν έτρεξα όσο κι αν έψαξα δεν μπόρεσα να βρω ούτε ένα ίχνος από την Ανέλια ή από την πόλη των μάγων. Σπιθαμή προς σπιθαμή έψαξα όλο το πυκνό δάσος και αμέτρητα χιλιόμετρα κάθε μέρα έκανα χωρίς να βρω κάτι που να μου δείχνει τι δρόμο πρέπει να ακολουθήσω ώσπου μια μέρα απογοητευμένος καθώς ήμουν είχα σκύψει σ’ ένα ρυάκι για να πιω νερό όταν είδα στα ήσυχα νερά του ρυακιού ένα γνωστό πρόσωπο να με κοιτά θλιμμένα.

Σήκωσα τα μάτια μου και είδα ξανά το παράξενο αγόρι που είχα συναντήσει μήνες πριν όταν ξεκίνησα το ταξίδι μου.
΄΄Μου υποσχέθηκες πως θα με πας βόλτα με την Εντόρα και δεν κράτησες την υπόσχεσή σου΄΄ μου είπε με δακρυσμένα σχεδόν μάτια.
Ήταν η δεύτερη φορά στη ζωή μου που ένιωσα τόσο άσχημα μετά την αρπαγή της Ανέλια, γιατί πράγματι είχα υποσχεθεί στο νεαρό μου φίλο αυτό που ζητούσε, μα εγώ εγκλωβισμένος στις δικές μου σκέψεις, ενώ θα μπορούσα να είχα δώσει λίγη χαρά στα όμορφα τούτα γαλάζια μάτια που με κοίταζαν, αθέτησα την υπόσχεσή μου, λες και θα μου ήταν πολύ δύσκολο να διαθέσω μια ώρα από το κυνήγι, για να δώσω την ικανοποίηση σε τούτη την αθώα ψυχή.
Θυμάμαι ακόμη και τώρα τα λόγια ενός σοφού της φυλής μου ‘’ δεν υπάρχει κανείς λόγος να κάνεις ένα παιδί να κλάψει για κάτι που θα σου ζητήσει και εσύ μπορείς να του το δώσεις. Όταν μεγαλώσει να είσαι σίγουρος πως θα κλάψει για πολύ πιο σημαντικά πράγματα’’.

Αμέσως τον πήρα στην αγκαλιά μου και τον έβαλα να καθίσει στα καπούλια της Εντόρας η οποία με χαρά σχεδόν άρχισε στην αρχή να βηματίζει με χάρη και έπειτα ξεκίνησε έναν αργό καλπασμό ο οποίος άρχισε να γίνεται όλο και πιο γρήγορος ώσπου τότε κάτι παράξενο και μαγικό άρχισε να συμβαίνει.
Η Εντόρα λες κι είχε βγάλει φτερά μπορούσε να πετάει και έτσι είδα να αιωρούμαστε από το έδαφος και το μόνο που άκουγα ήταν τα γέλια του μικρού μου φίλου ο οποίος δεν τρόμαξε καθόλου απ’ αυτή την εξέλιξη παρά απολάμβανε τούτη τη βόλτα.

Στην αρχή φοβήθηκα μήπως κάποιο τέχνασμα των μάγων ήταν και το χέρι μου έπιασε το κίτρινο ύφασμα του μανδύα του προγόνου μου μα ο νεαρός φίλος βλέποντας το μου είπε πως δε μας χρειάζεται ακόμη.
Ταράχτηκα στα λόγια του και καθώς περνούσαμε πάνω από τα βουνά με τις γεμάτες δέντρα πλαγιές τον ρώτησα ποιος ήταν.
Μου είπε πως δεν έχει σημασία ποιος είναι και πως το μόνο που έχει σημασία είναι να με οδηγήσει στην Ανέλια.

Οδήγησε την Εντόρα σε ένα σημείο του κόσμου όπου δεν είχα ταξιδέψει ποτέ και δε θα μου άρεσε καθόλου να το κάνω. Ήταν μια άγονη γη με το χώμα να είναι κόκκινο και δεν έβλεπες τίποτα άλλο παρά μόνο μαύροι βράχοι τεράστιοι να χαλάνε τη μονοτονία του κόκκινου άνυδρου τοπίου. Με οδήγησε χαμηλά και η Εντόρα πάτησε ξανά τα πόδια της στο έδαφος και άρχισε σιγά σιγά να ξαναβρίσκει το χαμηλό ρυθμό και να με κατευθύνει σε ένα λείο βράχο ανατολικά λες και το άλογό μου ήξερε που έπρεπε να πάμε.

Όλη αυτή την ώρα το αγόρι δεν έβγαλε μιλιά και παραξενεμένος κοίταξα στην πλάτη του αλόγου για να τον δω μα έκπληκτος διαπίστωσα πως είχε εξαφανιστεί. Κοίταξα δεξιά κι αριστερά μήπως τον δω μα δεν παρατήρησα καμιά κίνηση.
Έστρεψα το βλέμμα μου προς τον μεγάλο λείο βράχο μπροστά μου. Λίγο πριν φτάσουμε παράξενα πουλιά εμφανίστηκαν στον ουρανό και άρχισαν να πετάνε από πάνω από το κεφάλι μου κάνοντας κύκλους λες και μυρίστηκαν φαγητό.
Έπιασα τούτη την ώρα το ύφασμα όπου ο σοφός της φυλής μου έδωσε και με θάρρος πίεσα την Εντόρα να καλπάσει γρήγορα ώσπου έφτασα στον λείο βράχο.

Μια σχισμή είδα απ’ όπου ένα πορφυρό φως έβγαινε από μέσα και έκανα προς τα κει.
Μπήκα μέσα στο βράχο με προσοχή και είδα μια λίμνη με καθαρό νερό στη μέση της σπηλιάς. Πλησίασα και έσκυψα να δοκιμάσω το νερό μα τρόμαξα και πισωπάτησα καθώς είδα μια παράξενη μορφή να μου χαμογελά και να μου λέει.
΄΄Επειδή η καρδιά σου είναι ατόφια και αγνή σαν τούτα δω τα νερά θα σε βοηθήσω να φτάσεις στο σκοπό σου. Είμαι ο Γκέρκο ο τελευταίος της φυλής των Ακάμ και αιώνιος εχθρός των υποχθόνιων μάγων που και συ κυνηγάς. Στηρίξου στις δυνάμεις του υφάσματος που κρατάς στα χέρια σου και μπες στο νερό.΄΄
Αυτά ήταν τα λόγια του και ακολούθησα τις οδηγίες του. Αμέσως μόλις μπήκα στο νερό παφλασμοί ακούστηκαν και έβγαλα το ξίφος μου.’’

Τα μάτια των παιδιών αμέσως έπεσαν στο μεγάλο σπαθί που κρεμόταν στην πλάτη του Έντο και ανατρίχιασαν περιμένοντας να ακούσουν τη συνέχεια της ιστορίας του η οποία γινόταν τώρα τρομακτική. Τα χείλη τους σφίχτηκαν καθώς ο Έντο ξανάρχισε να μιλάει.

‘’Τύλιξα με το ύφασμα τη λαβή του σπαθιού μου και περίμενα έτοιμος να αντιμετωπίσω τους μάγους και όποια δαιμόνια αποφάσιζαν να σταθούν εμπόδιο στο δρόμο μου.
Τίποτα όμως δεν έγινε παρά μόνο η εικόνα της αγαπημένης μου Ανέλια ήρθε στα μάτια μου. Την είδα να κάθεται σε ένα δωμάτιο και να κοιτά θλιμμένα απ’ το παράθυρο τα σύννεφα στον μαυρισμένο ουρανό.

Αμέσως η εικόνα της εξαφανίστηκε και τη θέση της πήρε η μορφή του απάνθρωπου μάγου που μου την έκλεψε. Άρχισε να γελάει με κακία όταν ξαφνικά σήκωσε το ραβδί του και μια πύρινη φλόγα εκτόξευσε προς το μέρος μου. Χωρίς να καταλάβω για πότε, το σπαθί μου σηκώθηκε και σαν ασπίδα όχι μόνο απέκρουσε την πύρινη φλόγα μα την έστρεψε εναντίον του μάγου και την είδα να καρφώνεται ανάμεσα στα μάτια του και να εξαφανίζεται μεμιάς.

Έπειτα είδα το πρόσωπο του Γκέρκο να με κοιτά χαμογελώντας και να μου δείχνει την Εντόρα. Τα νερά σίγησαν καθώς βγήκα έξω από τη λιμνούλα και από τη σπηλιά. Καβάλησα με μια κίνηση το άλογό μου όταν ξαφνικά είδα το μικρό αγόρι να στέκεται μπροστά μου και να με ρωτά κοιτώντας με, με κείνα τα όμορφα γαλάζια μάτια του.
΄΄Μπορείς να μου κάνεις μια βόλτα με την Εντόρα;΄΄
Γέλασα και σκύβοντας τον άρπαξα και τον έβαλα για μια ακόμη φορά στα καπούλια του αλόγου μου.

Ξεκινήσαμε και πάλι καλπάζοντας αργά, αλλά έπειτα από λίγο το καθαρό γέλιο του μικρού ακούστηκε την ώρα που αφήναμε το έδαφος και πετούσαμε σαν πουλιά προς την αγαπημένη μου. Περάσαμε πάνω από τα ίδια βουνά και θαυμάσαμε το μεγαλείο της φύσης που ξεδιπλωνόταν από κάτω μας ώσπου αρχίσαμε να κατεβαίνουμε πριν το μεγάλο πυκνό δάσος το οποίο βρισκότανε κοντά στην πόλη μου.

Γύρισα να δω το μικρό μου φίλο αμέσως μόλις πατήσαμε στο έδαφος μα κείνος είχε εξαφανιστεί για μια ακόμη φορά. Δεν παραξενεύτηκα καθόλου και ήσυχος άφησα την Εντόρα να με οδηγήσει εκεί όπου αυτή ήξερε. Με οδήγησε στο σπίτι της αγαπημένης μου και αμέσως την είδα να στέκεται στο παράθυρο και να κοιτά τον ουρανό. Τα μαύρα σύννεφα εξαφανίστηκαν μεμιάς και ένας μικρός κόκκινος ήλιος έκανε την εμφάνισή του ρίχνοντας το φως του πάνω στην αγαπημένη μου Ανέλια κάνοντάς την να φαίνεται σαν την πιο όμορφη συλφίδα που έχουν δει τα μάτια μου.

Αμέσως γελώντας έτρεξε προς το μέρος μου ανοίγοντας τα χέρια της για να με αγκαλιάσει. Πήδησα από τη ράχη του αλόγου μου κι αγκαλιαστήκαμε με δάκρυα ευτυχίας στα μάτια μας μη μπορώντας να πιστέψουμε πως παραλίγο θα χανόμασταν.
Ευχαρίστησα σιωπηλά το μικρό μου φίλο γιατί χωρίς αυτόν ποτέ δε θα ‘βρισκα την χαμένη μου αγάπη.

Αυτή μικροί μου φίλοι ήταν η ιστορία μου.
Ελπίζω να την απολαύσατε και σας λέγω τούτο.
Όταν κάποτε θα γίνετε και σεις άντρες και εμφανιστεί στο δρόμο σας κάποιο μικρό αγόρι να σας ζητήσει κάτι μη του το αρνηθείτε, κι αν κάποτε πάλι υποσχεθείτε σε μικρό παιδί κάτι φροντίστε να πραγματοποιήσετε την υπόσχεση που δώσατε γιατί τα μικρά παιδιά δεν ξεχνούν ποτέ την υπόσχεση ενός άντρα.’’

Τα παιδιά γέλασαν με την τελευταία παρατήρηση του Έντο γιατί αυτό το ‘ξεραν καλύτερα απ’ τον καθένα.

Ένα Μικρός Ανόητος Θεός

Τούτο το πρωινό νεαρέ Φαρ-Κα, θα σε ταξιδέψω σε κόσμους. όπου μόνο λίγοι ξέρουν πως υπάρχουν.
Την ευκαιρία μου την έδωσε ένα αγαπημένο μου βιβλίο το οποίο αναφέρεται, σε μυστικές συμφωνίες θεών με ανθρώπους.
Είναι ένα βιβλίο πολύ παλιό από την απαρχή τούτου του κόσμου και είναι κρυμμένο καλά, πάνω στις υπόγειες σπηλιές του αγαπημένου μου βουνού, του Ζέστρα.

Μιλάει για πολλά πράγματα που έγιναν στον κόσμο μας και λένε πως είναι γραμμένο από τα χέρια των ίδιων των Δίδυμων Θεών.
Το βιβλίο τούτο, αλλά και ολόκληρη η βιβλιοθήκη των παλιών κατοίκων της Σαΐς, δεν πρέπει να πέσει σε λάθος χέρια, γιατί περιέχει πληροφορίες και τεχνικές για τη μαγεία και όχι μόνο.

Μιλάει για ιστορίες μικρών θεών, που μεταφέρανε μυστικά σε ανθρώπους, άλλους άξιους και άλλους λιγότερο άξιους.
Μιλάει για θεούς, που τιμωρηθήκανε από τους Δίδυμους, γιατί ήρθαν σε επαφή με τους ανθρώπους, χωρίς προηγουμένως να έχουν πάρει άδεια να διδάξουν κανέναν από αυτούς.
Μ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν το κακό κύλησε στη γη, από ανθρώπους, που πραγματικά γίνανε δυνατοί και απόκτησαν τη δύναμη της μαγείας, που τους προσφέρθηκε από τους μικρούς θεούς.
Μα πάντα το κακό θα νικιέται, γιατί οι πολεμιστές των Δίδυμων είναι πιο δυνατοί και κατέχουν τρομερότερα μυστικά από τους άλλους, οι οποίοι ευκαιριακά, δρουν μέσα από τις δυνάμεις του υποχθόνιου.

Για μια τέτοια ιστορία θα σου μιλήσω.

Αιωρούμαι λοιπόν και τραβάω προς το αγαπημένο μου βουνό.
Βρίσκω την είσοδο της σπηλιάς, που θα με οδηγήσει στη μεγάλη βιβλιοθήκη των παλιών κατοίκων της Σαΐς, των ξακουστών Μάτρακ.
Παραμερίζω με το χέρι μου τα γέρικα κλαδιά του κέδρου που σκεπάζουν τον βράχο και λέγοντας την παράκληση προς τους Δίδυμους για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια, άγγιξα το χέρι μου σε ένα σημείο στο πλάι του βράχου κι αυτός άνοιξε μεγαλόπρεπα, αφήνοντας το λιγοστό φως του ήλιου να εισχωρήσει στο διάδρομο.
Γλίστρησα μέσα στη σπηλιά και πατώντας σε ένα συγκεκριμένο σημείο με το πόδι μου, άγγιξα εκεί όπου έπρεπε για να ακούσω τον τεράστιο βράχο πίσω μου να σφραγίζει ξανά την είσοδο.

Ο αέρας εδώ ήταν καθαρός, μα όσο προχωρούσα προς το βάθος του διαδρόμου, γινόταν πιο βαρύς και αποπνικτικός.
Προχώρησα σ’ αυτό το διάδρομο για περίπου ένα χιλιόμετρο, ελαφρά κατηφορικά και έπειτα πήρα μια κατεύθυνση ακόμη πιο κατηφορικά, μέσα από μια στοά την οποία, χιλιάδες χρόνια πριν, οι παλιοί κάτοικοι την είχαν δημιουργήσει.
Ο αέρας δεν ήταν και ότι καλύτερο σε τούτο το βάθος, αλλά οι αεραγωγοί που είχαν φτιάξει οι τεχνίτες των Μάτρακ από διάφορα σημεία της επιφάνειας του βουνού, τα οποία ήταν καλά κρυμμένα, έκαναν τη δουλειά τους και το οξυγόνο που ερχόταν σε τούτο το βάθος έφτανε και περίσσευε για τους ανθρώπους που αποφάσιζαν να εκμεταλλευθούν τα αρχαία βιβλία των παλιών σοφών.

Να ‘μαι λοιπόν στο αγαπημένο μου μέρος. Κάθισα χάμω οκλαδόν και άρχισα ν’ αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο από τις αδυναμίες των θνητών. Γίνομαι άτρωτος λοιπόν από πάθη και ταξιδεύω στα αρχαία χρόνια όπου η ζωή ήταν πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους.
Φτερωτά ανθρωπόμορφα κτήνη κυριαρχούσαν στη γη και είχαν πάρει σχεδόν όλη την κυριαρχία του κόσμου τότε, σε συμμαχία με σαυρόμορφους, οι οποίοι δεν ήταν, παρά πειράματα των καιρών εκείνων, στα κρυφά εργαστήρια κάποιων θεών.

Οι Δίδυμοι απαθέστατοι και αδιάφοροι απ’ τα καμώματα των πλασμάτων εκείνων, δεν δίνανε σημασία, ώσπου κάτι τους ενόχλησε στο εργαστήριο ενός μικρού θεού.

Τούτος λοιπόν ο μικρός, παρασυρόμενος από τα αποτελέσματα για την δημιουργία των σαυρόμορφων, θέλησε να φτιάξει έναν ολόκληρο στρατό από τέτοιους πολεμιστές, με εξαιρετικές πολεμικές ικανότητες.
Μια φυλή ανθρώπων η οποία ζούσε πολύ μακριά από κείνους τους τόπους, δέχτηκε μια μέρα την επίθεση τούτων των ξεχωριστών πολεμιστών και δεν έμεινε παρά μια μόνο οικογένεια ζωντανή. Κατάφερε να ξεφύγει, χάρη στην έγκαιρη επέμβαση των Δίδυμων, οι οποίοι έριξαν το γκρι πέπλο της ομίχλης πάνω τους και τους κάλυψε από τα μάτια των πολεμιστών, οι οποίοι είχαν στο μεταξύ αφανίσει όλο το χωριό των θνητών.

Ακόμη βλέπω τις στριγκλιές των ανθρώπων, οι οποίοι πνιγμένοι στο αίμα, να προσπαθούν να τρέξουν προς το πυκνό δάσος κοντά στο χωριό τους, μα να μη μπορούν να τα καταφέρουν.
Κεφάλια πεταμένα εδώ και κει, σάρκες να καίγονται και κλάματα παιδιών, να συνθέτουν ένα φρικιαστικό τοπίο, βγαλμένο λες μέσα από την κόλαση.
Τα μάτια μου βλέπουν πολλά και το χαμόγελό μου είναι παγωμένο στο πρόσωπό μου, ακόμη και αν ξέρω, πως τελικά τούτη η φυλή, η δικιά μου φυλή δεν πρόκειται να εξαφανιστεί.
Ακόμη και τώρα μετά από χιλιάδες χρόνια, απορώ πως οι Δίδυμοι τους οποίους υπηρετώ, άφησαν να γίνει κάτι τέτοιο.

Το νεαρό αγόρι της οικογένειας που σώθηκε, οι Δίδυμοι το δώσανε σε ένα σοφό γέροντα, ο οποίος κανείς ποτέ δεν έμαθε πως εμφανίστηκε σε τούτο τον κόσμο.
Τούτος ο γέροντας λοιπόν, πήρε το νεαρό αγόρι και το μύησε σε τρομερά μυστικά τα οποία μόνον εκείνος γνώριζε.
Οι γνώσεις του για τον κόσμο μας ήταν τρομακτικές και τεράστιες. Γνώριζε τα πάντα.
Όλα τα μυστικά της φύσης προσπάθησε να τα μεταφέρει στο νεαρό αγόρι για να μπορέσει να επιβιώσει και όχι μόνο.
Του έμαθε την τέχνη της μαγείας, μα και του πολέμου.
Περάσανε πολλά χρόνια μαζί και όταν είδε πως ήταν έτοιμος, του έδωσε και το μυστικό της μακροζωίας.
Ζούσαν στα βάθη της σπηλιάς του Ζέστρα και έτσι κανείς όλα αυτά τα χρόνια δεν τους ενόχλησε.

Όταν είδε πως πλέον ήταν έτοιμος για να κάνει το σκοπό των Δίδυμων πραγματικότητα, τον άφησε ελεύθερο στην ψηλότερη κορυφή του Ζέστρα και του ευχήθηκε καλό ταξίδι.
Ο νεαρός που στο μεταξύ είχε γίνει άντρας, κάθισε, απόλαυσε τον καταγάλανο ουρανό, μύρισε τους κέδρους και τα υπόλοιπα δέντρα και αφού έβγαλε μια τρομερή κραυγή, άρχισε το αέρινο περπάτημα του, πάνω από τις κορφές των δέντρων και προς την κατεύθυνση που ο γέρο δάσκαλός του, του έδωσε.
Γοργά περνούσε τις καταπράσινες πλαγιές του βουνού και οι αισθήσεις του ήταν στο ψηλότερο σημείο.

Άκουσε πλαταγίσματα φτερών και ξεχώρισε ένα σμήνος ανθρωπόμορφων φτερωτών κτηνών να έρχονται καταπάνω του.
Είδε τις φτερούγες τους να ανοίγουν απειλητικά στον ουρανό και τα δόντια τους να γυαλίζουν από τις ακτίνες του ήλιου.
Τα χέρα τους απλωμένα και τα νύχια τους τεράστια, τα βλέπει να τον σημαδεύουν.
Γοργά έβαλε το χέρι του σε μια κρυμμένη τσέπη του ρούχου που φόραγε και έβγαλε από μέσα έναν ατσάλινο κύλινδρο, με αρχαία ιερογλυφικά σκαλισμένα πάνω στο κρύο μέταλλο.
Έπιασε τον κύλινδρο με το αριστερό του χέρι και το σήκωσε προς την πλευρά που ανέτειλε ο ήλιος.
Επικλήσεις προς τους Δίδυμους και μακρόσυρτοι ύμνοι ακούστηκαν από τα χείλη του.

Ξαφνικά από τη μια άκρη του κυλίνδρου, λάμψη εμφανίστηκε σαν λάμα σπαθιού, μόνο που φωσφόριζε σε ένα παράξενο γαλάζιο χρώμα. Το παράξενο τούτο σπαθί λοιπόν, άρχισε να πάλλεται στο χέρι του και ένιωσε μια δύναμη να γεννιέται και να του κυριεύει όλο του το σώμα .
Άρχισε να τραντάζεται και οι σπασμοί δεν τον άφησαν παρά μόνο όταν το κομμένο κεφάλι του πρώτου φτερωτού κτήνους, έβαψε με το αίμα του την παράξενη λάμα.
Αμέσως άρχισε το μεθυστικό του χορό και μια ζάλη ένιωθε όλη τούτη την ώρα της μάχης που έδινε.
Η μυρουδιά του αίματος των πλασμάτων ήταν απαίσια, μα κείνος το μόνο που τον ενδιέφερε, ήταν να προσπαθήσει να σβήσει τη δίψα του σπαθιού του.

Δε σταμάτησε παρά μόνο όταν και ο τελευταίος φτερωτός εχθρός του έπεσε νεκρός.
Αμέσως άρχισε να ηρεμεί και διέκρινε εκατοντάδες πτώματα να κείτονται μπροστά στα πόδια του. Το χόρτο έγινε σκούρο κόκκινο από πράσινο και μόνο τότε συνειδητοποίησε τη δύναμη του κυλίνδρου, που ο γέρος του είχε δώσει με τις ευλογίες των Δίδυμων.
Έβαλε ξανά το παράξενο τούτο όπλο στην κρυμμένη θήκη του και συνέχισε το δρόμο του για να συναντήσει τη μοίρα του.

Δεν πέρασαν πολλές μέρες, όταν εντόπισε το εργαστήριο του μικρού θεού που έψαχνε. Οι Δίδυμοι δώσανε στο Γκέρκο την άδεια να τον τιμωρήσει, διαλέγοντας ο ίδιος την τιμωρία του και να προσπαθήσει έπειτα να εξαφανίσει τους σαυρόμορφους από τον κόσμο εκείνον.
Δεν ήταν εύκολη δουλειά, καθώς ο μικρός θεός γνώριζε τα μυστικά της μαγείας και ο Γκέρκο δεν ήταν, παρά ένας θνητός χαρισματικός, μα δεν έπαυε να είναι θνητός.
Τέτοιες σκέψεις έκανε, όταν είχε διαλέξει για να περάσει το βράδυ του κοντά στο σημείο όπου είχε εντοπίσει τον μικρό θεό, αλλά και αρκετά μακριά ώστε να μη μπορεί εκείνος να καταλάβει την παρουσία του.

Είδε σύννεφα να μαζεύονται πάνω από το εργαστήριο βαριά, μαύρα και πνιχτές φωνές άκουγε καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας.
Λάμψεις έβλεπε στον ουρανό και αλυχτίσματα παράξενων πλασμάτων ακουγόταν. Ποδοβολητά άγριων αλόγων και στριγκλιές ανθρώπινες που ζητούσαν λύτρωση.
Ο νεαρός Γκέρκο άρχισε να μαζεύει τις δυνάμεις του, κάνοντας τις ασκήσεις, που ο γέρος δάσκαλος του είχε μάθει.
Ταυτόχρονα, έφερνε στο μυαλό του, τις αναμνήσεις εκείνες που θα τον χρησίμευαν στην αναμέτρησή του με τον μάγο θεό.

Ενώ έκανε εκείνες τις σκέψεις, ένα ράπισμα του ανέμου ένιωσε στο μάγουλό του και αμέσως αλλόκοσμες φωνές ακούστηκαν.
Προσπάθησε να αντιδράσει, αλλά μάταιος κόπος. Ένας ιστός συναισθημάτων άρχισε να τυλίγεται γύρω από το μυαλό του με τέτοιο τρόπο, ώστε αδυνατούσε να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο πέραν του θανάτου.
Οι αρνητικές σκέψεις που όλη αυτή την ώρα είχαν αγκιστρωθεί σε κάθε σημείο του μυαλού του δεν τον άφηναν ούτε την πιο απλή παράκληση να θυμηθεί.

Ένιωσε να στροβιλίζεται σε μια άυλη μαύρη τρύπα και το σώμα του να χτυπιέται στις αόρατες πλευρές της σήραγγας που τώρα πλέον άρχισε να μικραίνει όλο και πιο πολύ.
Μόλις και μετά βίας χώραγε το σώμα του κι αυτό τον έκανε να πνίγεται.
Ένα φως λευκό έβαλε τέλος στο μαρτύριο του και είδε στην άκρη της στοάς το γέρο δάσκαλό του να του χαμογελά.
Αμέσως χαλάρωσε και γαλήνιος αφέθηκε στο άγγιγμά του.
Μόλις τα χέρια του άγγιξαν τα σκελετωμένα χέρια του γέρου, γεμάτος θετική ενέργεια πια άρχισε να νιώθει τον ιστό που όλη την προηγούμενη ώρα τού ‘στυβε το μυαλό να χαλαρώνει, ώσπου απαγκιστρώθηκε τελείως και άνοιξε τα μάτια του.
Είδε πως βρισκότανε στο σημείο που είχε διαλέξει για να περάσει το βράδυ και κατάλαβε πως ο μικρός θεός άρχισε να παίζει επικίνδυνα παιγνίδια μαζί του.

Δεν είχε προλάβει να χαράξει, όταν άκουσε συρσίματα κάπου κοντά του.
Σηκώθηκε και αφού έβγαλε το παράξενο σπαθί του, άρχισε να υμνεί τους Δίδυμους και να τους παρακαλά να του δώσουν τη δύναμη και το κουράγιο που θα χρειαζόταν, για να αντιμετωπίσει τους όποιους κινδύνους έβρισκε στο διάβα του.
Όταν τους είδε, συνειδητοποίησε το μέγεθος της άσχημης κατάστασης στην οποία είχε έρθει.
Μόνο το μυαλό ενός αρρωστημένου θεού θα μπορούσε να σκεφτεί και να δημιουργήσει κάτι τέτοιο.

Σήκωσε το σπαθί του ψηλά στον ουρανό, ώσπου εκείνο άρχισε για μια ακόμη φορά να τον τραντάζει και να του δίνει εκείνη την θεϊκή σχεδόν δύναμη, που τον έκανε άτρωτο.
Έκανε την επίθεσή του γοργά και τα πόδια χωρίς να αγγίζουν το έδαφος, άρχισαν να αιωρούνται πάνω από τα τέρατα και να χτυπά δυνατά στον χοντροκομμένο τους λαιμό.
Ένα πηχτό πράσινο υγρό άρχισε να ξεπηδά από τους λαιμούς των σφαγμένων σαυρόμορφων, μα κείνος δεν έδινε σημασία, καθώς η μάχη που έδινε, τον είχε ολοκληρωτικά απορροφήσει. Ένα σύννεφο τον είχε τυλίξει όλη τούτη την ώρα που πολέμαγε, μα ο Γκέρκο δεν είχε δώσει σημασία.

Εκατοντάδες τέρατα κείτονταν νεκρά κάτω από τα πόδια του, μα συνέχιζαν να έρχονται κι άλλα. Πολλά πέφτανε νεκρά μόλις αγγίζανε το γαλάζιο σύννεφο που τον είχε τυλίξει, μα ο Γκέρκο ούτε καν που το πρόσεξε.
Είχε σχεδόν βραδιάσει, όταν και το τελευταίο κεφάλι ενός πλάσματος αποχωριζότανε το σώμα του και το γαλάζιο σύννεφο άφηνε τον Γκέρκο απαλά, όπως απαλά τον είχε τυλίξει.
Το σώμα του άρχισε να ηρεμεί, το ίδιο και το πνεύμα του και η παράξενη λάμα του σπαθιού του υποχώρησε, όταν ένιωσε την ανάγκη να ξεκουραστεί.
Έκλεισε τα μάτια του και έτσι όπως ήταν γονατισμένος, έκανε να ξαπλώσει στο βαμμένο από το αίμα χόρτο.

Μια φωνή όμως ακούστηκε στο βάθος του μυαλού του που τον καλούσε να σηκωθεί και να προσπαθήσει να πολεμήσει.
Κατάλαβε πως ήταν η φωνή του δασκάλου του, ο οποίος προσπαθούσε να τον κάνει να βρίσκεται σε εγρήγορση και να μη χαλαρώνει στην αρχή της πιο δύσκολης πνευματικής μάχης.

Άνοιξε τα μάτια του και είδε αγγελόμορφες φιγούρες να τον καλούν δίπλα του χαμογελώντας, μα ο Γκέρκο δεν άφησε τα συναισθήματά του να τον παρασύρουν και αφού θωράκισε το μυαλό του με θετικές σκέψεις και ενέργεια, άρχισε να περπατά αέρινα προς το μέρος τους, ψάλλοντας τους ύμνους των θεών που τον προστάτευαν και όταν έφτασε μόλις λίγα μέτρα μακριά τους, αυτές οι μορφές εξαφανίστηκαν τόσο ξαφνικά, όσο ξαφνικά είχαν εμφανιστεί.

Στα αυτιά του ήρθαν διαπεραστικοί ήχοι από παράξενους ιερείς, όπου μόνο τους μαύρους μανδύες τους έβλεπες να ανεμίζουν.
Ο Γκέρκο άρχισε να στροβιλίζεται και να χορεύει πάνω απ’ τα δέντρα. τα οποία τον ακολούθησαν στο ρυθμό του και μαζί και ο άνεμος να παρασέρνει τους ιερείς και να τους εξαφανίζει σε μέρη, απ’ όπου πλέον δεν έχουν ελπίδα επιστροφής.

Χρώματα άρχισαν να ξεπηδάνε από μια τρύπα στην άκρη του εργαστηρίου του μικρού θεού και άρχισαν να πλημμυρίζουν το χώρο γύρω απ’ αυτό. Ο Γκέρκο στην αρχή τα ‘χασε, μα μόνο για μια στιγμή, καθώς με μια κίνηση διείσδυσε μέσα σ’ αυτή τη θάλασσα των χρωμάτων και είδε επιτέλους τον μικρό απατεώνα θεό, να προσπαθεί να ξεφύγει, φτιάχνοντας ένα πέπλο, όπου θα τον έκανε αόρατο από τα μάτια των άλλων.
Έβγαλε με γρήγορες κινήσεις ένα πορφυρό υγρό και το ‘ριξε προς το μέρος του ανόητου θεού.
Μια στριγκιά φωνή ακούστηκε και αμέσως τα χρώματα εξαφανίστηκαν, αφήνοντας τον γυμνό και απροστάτευτο στις ορέξεις του Γκέρκο.
Αμέσως έπεσε πάνω του και τον ακινητοποίησε, με το πόδι του να πιέζει το λαιμό του.
Επικαλέστηκε τη δύναμη των Άκατ και Όταρ και ζήτησε με παρακλήσεις και ύμνους προς αυτούς, να τον βοηθήσουν να τελειώσει το έργο του.

Το όραμα του τελευταίου νότιου νησιού τον κυρίευσε και κατάλαβε ποια θα ήταν η τιμωρία του μικρού θεού.

Άρχισε να νιώθει τη δύναμη να έρχεται και να τον τραντάζει και με μια κίνηση άρπαξε το απατεώνα και τον σήκωσε ψηλά.
Ένα μαύρο σύννεφο έκανε την εμφάνισή του από το βορρά και τους τύλιξε μεταφέροντάς τους στην νότια άκρη του γνωστού κόσμου.
Φτάσανε στο τελευταίο νησί και μόλις το αντικρίσανε ο μικρός θεός ζητούσε τη συγχώρεση των Δίδυμων.

Ο Γκέρκο όμως σκληρά, καθώς ο δάσκαλός του αυτό του δίδαξε, με ξόρκια δυνατά πέταξε το κουφάρι του μικρού θεού να ταΐσει τους γλάρους και άφησε την ψυχή του να ταξιδεύσει φυλακισμένη πλέον, σε τούτο το νησί, όπου δε θα μπορέσει ποτέ να ξεφύγει και πάντα θα τυραννιέται, μέχρι τούτος ο κόσμος να εξαφανιστεί όπως τόσοι άλλοι, παρασύροντας τις ψυχές των τιμωρημένων, μακριά στα βάθη του χρόνου, ώσπου η μητέρα του σύμπαντος να τους απορροφήσει στο ίδιο της το σώμα και να τους καθαρίσει από τα λάθη που διέπραξαν όταν κάποτε τους δόθηκε η ευκαιρία να ζήσουν.

Αυτή ήταν η ιστορία ενός μικρού κι ανόητου θεού, που προσπάθησε να ξεπεράσει αυτά όπου μόνον λίγοι μπορούν να το κάνουν κι αυτοί οι λίγοι, όχι χωρίς την άδεια των Δίδυμων Θεών Άκατ και Όταρ.

Πλέον ξαναγυρνώ στο σώμα μου και παίρνω το δρόμο του γυρισμού, γιατί εγώ ο Γκέρκο, ο τελευταίος της φυλής των Ακάμ θα πρέπει να διδάξω την τέχνη της μαγείας σε ευγενικές ψυχές ανθρώπων, οι οποίοι μόνον αυτοί μπορούν να διδαχθούν, καθώς αυτοί έχουν την εύνοια των Δίδυμων, στους οποίους χρωστώ την ύπαρξή μου κι εσύ Φαρ-Κά είσαι ένας απ’ αυτούς, καθώς οι θεοί σου δώσανε το σημάδι τους.

Δέξου λοιπόν αυτά που σου προσφέρονται με σύνεση και να ‘σαι σίγουρος πως, όπως εγώ στο πέρασμα των αιώνων τίμησα με τη στάση μου τους θεούς που υπηρετώ έτσι και συ είμαι πλέον βέβαιος πως θα πράξεις το ίδιο.

Η Δεύτερη Μέρα Της Άνοιξης

Εκείνο το μουντό και κρύο πρωινό στους πρόποδες του γερασμένου Ζέστρα ο Γκέρκο είπε:
´´Θα πρέπει να φανείς γενναίος στο ταξίδι, που πρόκειται να κάνεις. Θα ταξιδέψεις στο σκοτεινό κόσμο απ’ όπου πολλοί λίγοι είναι αυτοί, που κατάφεραν να επιβιώσουν. Έχω εμπιστοσύνη σε σένα, γιατί μαθήτευσες κοντά μου και ξέρω πως θα κάνεις το καλύτερο που μπορείς.Όμως θα πρέπει να έχεις υπόψιν σου, πως σ’ αυτό τον κόσμο, αν με χρειαστείς δε θα μπορέσεις να με καλέσεις.
Εκεί όπου τα μάτια σου θα δουν το άγριο ρόδο να ανθίζει τότε και μόνο τότε θα απελευθερωθεί από τα δεσμά των μάγων της φυλής των Κράτσακ η αγαπημένη σου Ζανέρ.´´
Τα λόγια του με τρόμαξαν, γιατί θα έπρεπε να βρω μες στη σκοτεινιά του κάτω κόσμου το σημείο όπου τα ρόδα ανθίζουν.
Στο μυαλό μου ήρθαν διάφορες φριχτές ιστορίες για τα πλάσματα που κατοικούσανε σε τούτο τον κόσμο˙ μα ευτυχώς που άκουσα τον Γκέρκο, το μάγο της φυλής των Ακάμ, ο οποίος μου έδωσε μια εικόνα για το τι θα αντιμετώπιζα και κατάλαβα πως η αλήθεια στις διάφορες ιστορίες που ακούγονται απέχει πολύ απ’ την πραγματικότητα.
Ο σοφός δάσκαλός μου, έφτιαξε ένα φίλτρο του οποίου το χρώμα ήταν πορφυρό και μου εξήγησε, πως όταν το χρώμα τούτο θα έπαυε να είναι πορφυρό και δεν θα είχα προλάβει να βρω το ρόδο, θα ήταν πολύ αργά για τη σωτηρία της αγαπημένης μου Ζανέρ. Η Ζανέρ, πριγκίπισσα της φυλής των Φαρναίων, μελαψή, γλυκιά και όμορφη, εύθραυστη σαν τα ροδοπέταλα που ανθίζουν στις όχθες του Κέρκων, είχε πέσει σε αιώνιο ύπνο και οι αρχιερείς και μάγοι του βασιλείου είχαν προβλέψει, πως το πλοιάριο του θεού του θανάτου ξεκίνησε το ταξίδι, για να της πάρει την ψυχή και να την μεταφέρει εκεί, όπου μόνο αυτό μπορεί να ταξιδέψει. Όλοι τους με είχαν συμβουλέψει να απευθύνω επικλήσεις στους Δίδυμους Θεούς, μα εγώ έχοντας εμπιστοσύνη στο σοφό δάσκαλό μου Γκέρκο τον κάλεσα και αφού με δέχτηκε, ξεκίνησα να τον επισκεφτώ. Εκείνος αμέσως κατάλαβε ποιοι ήταν αυτοί οι οποίοι έφεραν σε τέτοια κατάσταση την αγαπημένη μου. Θέλοντας να εκδικηθούν εμένα γιατί δε συμμάχησα μαζί τους όταν μου το ζητήσανε, άρχισαν να φέρνουν το κακό σ’ ανθρώπους που αγαπώ.
Αφού διέσχισα για ένα χειμώνα την γη των βαρβάρων προσέχοντας πάντα γι αυτούς, έφτασα στους πρόποδες του Ζέστρα κοντά στο σημείο όπου ο Γκέρκο ζούσε. Εκείνο το κρύο βράδυ ήρθε κοντά μου και το επόμενο πρωινό, αφού άκουσα τις οδηγίες του, οι οποίες μου δόθηκαν κρυφά από τους αρχιερείς του βασιλείου των Φαρναίων, - διότι δεν είχαν σε καθόλου καλή υπόληψη τον γέρο μάγο της φυλής των Ακάμ- με οδήγησε στο σημείο απ’ όπου θα ξεκίναγα το επικίνδυνο ταξίδι μου.
Οι στοές διαδέχονταν η μια την άλλη κι εγώ φορτωμένος με την δύναμη της αγάπης, η οποία με κρατούσε όρθιο, συνέχιζα να περπατώ και να οδηγούμαι περισσότερο από ένστικτο, παρά από τις οδηγίες του Γκέρκο. Ένοιωσα ένα δυνατό αέρα να με χτυπά και μου φάνηκε πολύ παράξενο, καθώς ποτέ δεν φυσούσε σ’ αυτό τον κόσμο.
Η στοά την οποία ακολουθούσα για πολλή ώρα, μ’ έβγαλε σ’ έναν κόσμο, όπου ούτε στα όνειρά μου δε μπορούσα να φανταστώ πως υπήρχε.
Δεν υπήρχε ίχνος βλάστησης και το μόνο φως που υπήρχε ήταν ένα αχνό, πρασινωπό φως. Μετά από πολλές μέρες δρόμου κατάλαβα πως δεν υπήρχε εναλλαγή ημερών σε τούτο τον κόσμο λες και ο χρόνος είχε σταματήσει. Καταλάβαινα τις ημέρες που περνάγανε από την εμπειρία που είχα αποκτήσει στο δικό μου κόσμο και από την κούραση που συνήθως ένιωθα στο τέλος κάθε μέρας.
Ένα στρίγκλισμα έσχισε τη σιωπή και το αίμα μου πάγωσε. Ξεθηκάρωσα το βαρύ σπαθί μου φτιαγμένο από ατσάλι και διακοσμημένο από πολύτιμες πέτρες πέρα από τους Ανατολικούς κόσμους και άρχισα να περπατώ προσεκτικά, προς το μέρος που ακούστηκε η διαπεραστική στριγκλιά. Τεράστιοι βράχοι υψώνονταν μπροστά μου και το έδαφος άρχισε να γίνεται κατηφορικό όλο και περισσότερο. Μια θεόρατη πύλη άρχισε να παίρνει μορφή και με δέος κοίταξα το ύψος της, ίσα με είκοσι πολεμιστές. Αναρρωτήθηκα τι πλάσματα να την έχουν φτιάξει τούτη τη πύλη και σε τι θεούς πιστεύουν. Οπλίστηκα με θάρρος και την διέσχισα, καθώς δεν υπήρχε άλλη είσοδος για να περάσω.
Με προσεκτικές κινήσεις και σιγά σιγά, πέρασα την τεράστια πύλη, έτοιμος να τα βάλω με τέρατα και πλάσματα που πρώτη φορά θα έβλεπα. Δεν έγινε τίποτα όμως και άρχισα να περπατώ πιο γρήγορα, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά προσεχτικά. Ένα νοητό μονοπάτι θαρρείς πως ξεχώριζε ανάμεσα στα γκρίζα χόρτα, που είχαν καλύψει σχεδόν όλο το έδαφος, μετά την πύλη. Χαμηλά και μουντά, δεν είχα ξαναδεί τέτοιου είδους βλάστηση στο δικό μου κόσμο.
Στο δικό μου κόσμο τα χρώματα κυριαρχούσαν και το μάτι σου δε χόρταινε να τα βλέπει και δεν ήταν λίγες οι φορές που για να βρω γαλήνη, δεν έκανα τίποτα άλλο, παρά ανέβαινα στους λόφους βόρεια της πόλης μου και άφηνα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στα καταπράσινα λιβάδια, κάτω από το γαλάζιο ουρανό.
Ένας υπέροχος τεράστιος ναός εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου˙ κοντοστάθηκα μη ξέροντας τι να κάνω. Ήταν όλος φτιαγμένος από βασάλτη και περίτεχνα σχέδια κοσμούσαν τα τείχη του. Η περιέργεια μου υπερίσχυσε και βάδισα προς την είσοδο του ναού.
Για να μπείς στο ναό, έπρεπε να περάσεις ανάμεσα από τεράστιες κολώνες πάνω στις οποίες ήταν σκαλισμένα φριχτά όντα και δαίμονες, ξερνόντας φωτιά από τα ρουθούνια τους και οι φολιδωτές τους ουρές ήταν έτσι στριφογυρισμένες ώστε να νομίζεις πως είναι έτοιμες να σε χτυπήσουν
Το δάπεδο της εισόδου ήταν απο υλικό άγνωστο σε μένα και πολλές φορές νόμισα πως είδα τεράστια μάτια να ανοιγοκλέινουν και να παρακολουθούν το κάθε μου βήμα, ακριβώς κάτω απο το δάπεδο.
Μπήκα μέσα και πρόσεξα μια τεράστια φωτιά, η οποία έκαιγε στο κέντρο του ναού σε έναν τεράστιο βωμό. Μεθυστικές μυρουδιές από παράξενα βότανα έφτασαν στα ρουθούνια μου και τη θέση του πρασινωπού φωτός, πήρε ένα λαμπερό κοκκινοκίτρινο, μα μόνο μέσα στο ναό. Ψαλμωδίες ακούστηκαν από Ιερείς, οι οποίοι δε φαινόταν πουθενά και ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά μου.
Γονάτισα από σεβασμό στους Θεούς των παράξενων πλασμάτων των οποίων ο ναός ανήκει, έχοντας βάλει στη θήκη το σπαθί μου, καθώς ο Γκέρκο μου είχε τονίσει πολλές φορές στο παρελθόν, πως όλοι οι θεοί απαιτούν το σεβασμό των θνητών. Απόκοσμες φωνές ακούστηκαν την ώρα που έσκυβα το κεφάλι μου και ουρλιαχτά θανάτου τριβόλιζαν στον αέρα. Άκουσα άλογα να χλιμιντρίζουν άγρια και επιθανάτιους ρόγχους πολεμιστών που ξεψυχούσαν. Φτερουγίσματα δυνατά και κρωξίματα άγνωστων πουλιών πήραν τη θέση τους στα αυτιά μου, μα εγώ γαλήνιος από τις ευωδιαστές μυρουδιές δε σάλευα από τη θέση μου.
Κράτησε για πολύ λίγο τούτη η φασαρία, ώσπου μια γλυκιά μελωδία άρχισε να ακούγεται και ήχοι από τρεχούμενο νερό έως και τιτιβίσματα πουλιών του κόσμου μου αναγνώρισα. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα να αιωρείται πάνω από τη φωτιά ένα πλάσμα, που όμοιο του πρώτη φορά αντίκριζα. Δε τρόμαξα και δε σηκώθηκα από τη θέση που βρισκόμουν, παρά μόνο το κοίταξα χωρίς φόβο και το άκουσα να λέει.
‘’Σε καλωσορίζω ξένε στο κόσμο μας. Βρίσκεσαι κάτω απο την έρημο της Σαξ-Τορ-Ναάβ και στην υπόγεια πόλη των Νααβατιανών. Το όνομά σου θα θέλαμε να μας πεις και ακόμη από πού έρχεσαι και ποιος ο σκοπός του ταξιδιού σου στον κόσμο μας.΄΄
‘’Με λένε Μπέλντορ και έρχομαι από διαφορετικό κόσμο. Είμαι ο βασιλιάς των Φαρναίων που κατοικούν ανατολικά των Δαιμονισμένων Θαλασσών και ψάχνω να βρω τον τόπο, όπου ανθίζουν τα άγρια ρόδα στον τόπο σας, γιατί μόνο έτσι θα σώσω την ψυχή της αγαπημένης μου Ζανέρ. Μόνο όταν ραντίσω τα χείλη της με το απόσταγμα των άγριων ροδοπέταλων, το πλοιάριο του θανάτου θα αλλάξει πλεύση.’’
‘’Είσαι άνθρωπος που σέβεται τον κόσμο μας κι αυτό το ‘δειξες μόλις πριν λίγο, μέσα στο ναό μας γι’ αυτό και η φυλή μου θα σε βοηθήσει κάνοντάς σου ένα δώρο.’’
Αμέσως το πλάσμα εξαφανίστηκε και οι φλόγες χαμήλωσαν στο βωμό. Πολλές φιγούρες μικροσκοπικών πλασμάτων άρχισαν να εμφανίζονται από μια κρυμμένη σχισμή στο βάθος του ναού και να έρχονται προς το μέρος μου περικυκλώνοντάς με. Σηκώθηκα και τους περίμενα ήρεμος και χωρίς φόβο. Ξαφνιάστηκα βλέποντας τους να περπατάνε, χωρίς τα πόδια τους να αγγίζουν το έδαφος. Σταμάτησαν λίγα μέτρα μακριά μου και ένας μικροσκοπικός Νααβατιανός άρχισε να με πλησιάζει. Στάθηκε απέναντί μου και σήκωσε τα μικρά σχιστά μάτια του και με κοίταξε. Έχωσε το χέρι του στο βάθος του κίτρινου χιτώνα που φόραγε και έβγαλε ένα ασημένιο μικρό στρογγυλό αντικείμενο και μου το πρόσφερε. Το πήρα στα χέρια μου και το κοίταξα προσεχτικά. Ήταν λείο, χωρίς σχεδόν καθόλου βάρος με παράξενα ιερογλυφικά ζωγραφισμένα πάνω του και λέξεις σε μια άγνωστη γραφή.
Με αργή φωνή το παράξενο πλάσμα που είχα απέναντί μου, μου είπε.
‘’Δεν είναι μακριά ο τόπος που γυρεύεις, μα θα συναντήσεις μια φυλή, η οποία θα προσπαθήσει να σε σταματήσει, γιατί δε συμπαθεί τους ξένους.
Δεν είναι σαν κι εμάς.
Αυτοί δε θα σου δώσουν ευκαιρία να μιλήσεις όπως σου δώσαμε εμείς. Θα χρειαστεί να δώσεις ακόμη και μάχη για να περάσεις από την περιοχή τους.
Το φυλαχτό που σου δώσαμε θα σε προστατεύσει. Ακόμη κι αν ο θάνατος έρθει για σένα, μη φοβηθείς και περίμενέ τον γαλήνιος.
Όταν τα μάτια σου ανοίξουν, τότε θα καταλάβεις και πού βρίσκεται ο τόπος που γυρεύεις.
Έχε το φυλαχτό κοντά στη καρδιά σου κι αυτό θα σε προστατεύσει.’’
Αυτά τα λόγια μου είπε και έτσι αθόρυβα όπως ήρθανε αποχωρήσανε, χωρίς να προλάβω, ούτε καν να τους ευχαριστήσω. Το μυαλό μου γεμάτο απορίες˙ δεν μπορούσα να ερμηνεύσω τα λόγια τους, μα δεν είχα χρόνο για τέτοιους προβληματισμούς, έφτανα κοντά στο στόχο μου όπως τα πλάσματα μου είπαν.
Βγήκα από το ναό και πήρα πάλι το μονοπάτι, που έβγαζε έξω από την πόλη τους. Τα τεράστια κτίρια αραδιασμένα δεξιά κι αριστερά σου δίνανε την εντύπωση πως μέσα σ’ αυτά κατοικούνε γίγαντες και σε τρομάζανε. Μπροστά μου έβλεπα μια πύλη όμοια όπως και στην αρχή της πόλης τόσο ψηλή όπως η προηγούμενη. Τη διέσχισα κι αυτή και το έδαφος άρχισε να γίνεται πάλι στεγνό και μαύρο. Τα γκρίζα χόρτα που υπήρχαν μέσα στη πόλη δεν υπήρχαν έξω απ’ αυτή. Φαίνεται πως αυτά ήταν η μοναδική βλάστηση σε τούτο τον κόσμο.
Περπάταγα ώρες πολλές, ίσως και μέρες, είχα χάσει πλέον την αίσθηση του χρόνου. Το μόνο που κοίταγα ήταν το φιαλίδιο με το πορφυρό υγρό. Όσο διαρκούσε το χρώμα του, δεν έχανα τις ελπίδες μου.
Ο κόσμος τούτος ήταν μπορώ να πω μονότονος, χωρίς ίχνος χρώματος, παρά μόνο τις αποχρώσεις του μαύρου έβλεπες τριγύρω. Δεν υπήρχε ήλιος και παρόλο που η υγρασία σου τρυπούσε τα κόκαλα, το έδαφος ήταν στεγνό και μόνο οι μαύροι βράχοι που ξεφύτρωναν συνεχώς έβλεπες να γυαλίζουν. Ομίχλες μουντές, γκρίζες έκρυβαν πολλές φορές το βαρύ πράσινο της σαπισμένης ατμόσφαιρας. Ναι, η μυρουδιά της σαπίλας βρισκόταν μόνιμα στα ρουθούνια μου. Δε θα μπορούσα ποτέ να ζήσω σε ένα τέτοιο κόσμο.
Νοστάλγησα το βασίλειό μου και την αγαπημένη μου Ζανέρ. Το χαμόγελό της - έτσι όπως το θυμόμουν πριν πέσει στον αιώνιο λήθαργο - μου ‘δινε θάρρος, κουράγιο, αλλά και δύναμη να συνεχίσω, κάνοντας πέρα την απογοήτευση, που πολλές φορές στη διάρκεια τούτου του ταξιδιού, πονηρά προσπαθούσε να φωλιάσει στην καρδιά μου.
Ήταν την ώρα που έκανα τούτες τις σκέψεις, όταν στριγκλιές έσχισαν τη σιωπή, που με συνόδευε και φτερουγίσματα ακούστηκαν. Σήκωσα το κεφάλι μου, για να δω από πού προέρχονται, βγάζοντας ταυτόχρονα το σπαθί μου. Ένιωσα νύχια να μπήγονται στην πλάτη μου και με το ελεύθερο χέρι μου προσπάθησα να απαγκιστρωθώ απ’ αυτά. Γύρισα το κεφάλι μου για να δω τι ήταν τούτα τα παράξενα πουλιά που μου επιτεθήκανε και είδα ανθρωπόμορφα κτήνη να έρχονται κατά δεκάδες πάνω μου. Πέταξα με δύναμη στο έδαφος το πρώτο που μου επιτέθηκε και με το πόδι μου το κλώτσησα μακριά. Έβγαλα την τρομερή πολεμική κραυγή της φυλής μου, που όταν την άκουγαν οι εχθροί μας, το ‘βαζαν στα πόδια. Μα τούτα τα κτήνη φαίνεται πως εξαγριωθήκανε περισσότερο και με περίσσια μανία άρχισαν να σχίζουν τις σάρκες μου. Δεκάδες απ’ αυτά τα τέρατα πέφτανε βγάζοντας άναρθρες κραυγές από το σπαθί μου στο έδαφος, που στο μεταξύ είχε γίνει μαύρο από το πηχτό υγρό που κυκλοφορούσε μέσα στα σώματά τους.
Η μάχη όμως ήταν άνιση, καθώς όσα και να σκότωνα, άλλα τόσα εμφανιζότανε από το μαύρο πέπλο που σκέπαζε τα κεφάλια μας. Τα χέρια μου πλέον είχαν ατονίσει από τη σκληρή μάχη που έδινα και με το ζόρι κρατούσα το βαρύ σπαθί μου όρθιο. Σιγά σιγά έβλεπα τη μάχη να χάνεται, καθώς το αίμα που κύλαγε από το σώμα μου, άρχισε να με κάνει να νιώθω ακόμη πιο αδύναμο.
Εκείνη την ώρα, μου ήρθαν στο μυαλό τα λόγια των Νααβατιανών και αφέθηκα γαλήνιος πια στις ορέξεις των τεράτων. Φρόντισα να έχω το παράξενο μέταλλο στο μέρος της καρδιάς μου - το οποίο δε το ‘νιωθα καθόλου - και έβαλα το χέρι μου εκεί, ώστε να το προφυλάξω. Με το άλλο χέρι μου θηκάρωσα το σπαθί μου και περίμενα ήρεμα τον θάνατο να έρθει να με πάρει, έχοντας όμως εμπιστοσύνη και στην φυλή που είχα συναντήσει μέρες πριν στο διάβα μου.
Τα κτήνη κάνανε το χρέος τους και ο θάνατος άρχισε να με πλησιάζει γοργά. Στο μυαλό μου έφερα τη μορφή της αγαπημένης μου και έχασα τις αισθήσεις μου. Το μόνο που ένοιωσα ήταν μια δύναμη να με παρασέρνει και να με σηκώνει ψηλά.
Δεν έβλεπα τίποτα παρά μόνο άκουγα ήχους γνώριμους και ομιλίες ανθρώπων. Στροβιλιζόμουν με μεγάλη ταχύτητα, ώσπου μια λάμψη εκτυφλωτική μ’ έκανε να ανοίξω τα μάτια μου και να βρεθώ σε ένα καταπράσινο τοπίο σαν αυτά που με κάνουν τόσο να ηρεμώ.
Ήμουν πεσμένος καταγής, όταν σηκώνοντας τα μάτια μου ψηλά είδα τον γνώριμο κι αγαπημένο μου ήλιο να ρίχνει τις καθαρές του ακτίνες πάνω μου ζεσταίνοντάς με και θυμίζοντάς με πως είμαι ζωντανός. Έβαλα το χέρι μου μέσα από το χιτώνα μου και έπιασα το φυλαχτό, που μου είχαν δώσει τα παράξενα πλάσματα και το κοίταξα. Το ασημένιο χρώμα του μετάλλου είχε φύγει και τη θέση του είχε πάρει το χρώμα της σκουριάς. Κρατώντας σφιχτά στο χέρι μου το φυλαχτό, που μου ’σωσε τη ζωή, σηκώθηκα.
Ένα μονοπάτι ξετυλίχτηκε μπρος στα μάτια μου, το οποίο έβγαζε σ’ ένα τεράστιο ξέφωτο με κάθε λογής δέντρα, θάμνους και παράξενα λουλούδια, τα περισσότερα άγνωστα στα μάτια μου, φυτεμένα με τέχνη και με τέτοιο τρόπο, που θαρρείς κάποιος μεγάλος ζωγράφος τα δημιούργησε και πως δεν είναι παρά μια μεγάλη ζωγραφιά, με τα χρώματα να ξεπηδάνε με χάρη και μεγαλοσύνη, δείχνοντας με τον τρόπο τους, πόσο ταπεινά πρέπει να νιώθει ο άνθρωπος μπροστά στο μεγαλείο της φύσης.
Βλέποντας την ομορφιά τούτη δε μπόρεσα να μη φέρω στο μυαλό μου αναμνήσεις πολλών χρόνων, όταν ταξίδευα παρέα με το δάσκαλό μου, το σοφό Γκέρκο και έπινα με λαιμαργία τις γνώσεις που μου έδινε το φωτισμένο μυαλό του σε μέρη σαν και τούτο.
Τα χρώματα παίζανε παράξενο παιγνίδι με τα μάτια μου, ώσπου λίγα μέτρα πιο κάτω αντίκρισα τα άγρια ρόδα ανάμεσα σε πολλά δέντρα και λουλούδια. Έβγαλα το φιαλίδιο, που μου είχε δώσει ο Γκέρκο και κοίταξα το χρώμα του˙ είχε αρχίσει να σβήνει. Ο χρόνος τέλειωνε και έπρεπε να βιαστώ. Έκοψα μερικά ροδοπέταλα και τα έστυψα στα χέρια μου. Προσεκτικά έβγαλα ένα άλλο φιαλίδιο και έχυσα μέσα το απόσταγμα των ροδοπέταλων.
Κοίταξα δεξιά κι αριστερά, για να προσανατολιστώ και να δω προς πια κατεύθυνση θα πήγαινα, όταν το φυλαχτό που είχα στο εσωτερικό του σχισμένου μου χιτώνα άρχισε να αλλάζει χρώματα, Το πήρα στα χέρια μου και ακολούθησα την πράσινη ακτίνα φωτός η οποία έπεφτε αντίθετα προς τη πλευρά του ήλιου.
Χαμογέλασα και τράβηξα προς τα κει σίγουρος πια για το δρόμο που άρχισα να ακολουθώ. Δεν είχα καμιά αμφιβολία πως οι Νααβατιανοί δε με είχαν εγκαταλείψει.
Τα χείλη της μισάνοιξαν μόλις τα ράντισα με το απόσταγμα των άγριων ροδοπέταλων και ένα αχνό χαμόγελο άρχισε να παίρνει μορφή στο ωχρό πρόσωπό της. Δεν μπόρεσε να το ολοκληρώσει, καθώς τα χείλη μου σκέπασαν το χαμόγελό της αγαπημένης μου Ζανέρ.

Η Πρώτη Μέρα Της Άνοιξης

Τρομαγμένος μπήκε στο πρώτο δωμάτιο που βρήκε μπροστά του.
Ήταν ένα αρκετά μεγάλο δωμάτιο με λιγοστά έπιπλα. Ένα μπρούτζινο κρεβάτι όμορφα σμιλεμένο στο κέντρο του δωματίου και στα αριστερά του, δίπλα στο μεγάλο παράθυρο, ένα σκαλιστό εβένινο τραπέζι που έκανε χρέη τουαλέτας με μπουκάλια αρωμάτων πάνω του, σε διάφορα σχήματα και χρώματα και μπροστά στο τραπέζι ένα, σκαλισμένο περίτεχνα, καρεκλάκι αρκετών αιώνων.

Ακριβώς πάνω από το κρεβάτι, ένα τεράστιο πορτραίτο μιας πανέμορφης γυναίκας. Δε μπόρεσε να διακρίνει τα λεπτά της όμορφα χαρακτηριστικά, καθώς φωνές και γρήγορα βήματα ακούστηκαν από τους διώκτες του.
Αμέσως έσκυψε και χώθηκε κάτω από το κρεβάτι, κρατώντας την αναπνοή του την ώρα που η βαριά πόρτα άνοιγε.
Αγριεμένες φωνές ακούστηκαν και το μόνο που κατόρθωσε να ακούσει, ήταν η φωνή ενός Νοκβοθιανού, ο οποίος έβριζε τους δικούς του που κατόρθωσαν να τον χάσουν.

Αμέσως μετά και σε ελάχιστο χρόνο, άκουσε τη μεγάλη δρύινη πόρτα να κλείνει και το δωμάτιο να περνά και πάλι στην ηρεμία που είχε λίγο πριν.
Διστακτικά βγήκε από την κρυψώνα του και τα μάτια του έπεσαν ξανά στο πορτραίτο της γυναίκας που έβλεπε τα πάντα, καθώς κρεμόταν πάνω από το κρεβάτι.
Το φως του ήλιου που έμπαινε από την ανοιχτή μεταξωτή κουρτίνα, τον βοήθησε να παρατηρήσει τα χαρακτηριστικά της γυναίκας στο κάδρο.

Πρέπει να πλησίαζε στα τριάντα η ηλικία της, κι αυτό το έβλεπε μόνο από τα μάτια της, καθώς το δέρμα της άρμοζε σε παρθένα.
Τα μακριά μαύρα της μαλλιά, ερχόταν σε αντίθεση με το λευκό δέρμα του προσώπου της, χωρίς αυτό να την κάνει να χάνει σε ομορφιά.
Τα μάτια της σαγηνευτικά πράσινα, εξέπεμπαν ένα αισθησιασμό που σε καλούσαν και ασυναίσθητα έκανε μερικά βήματα κοντά της.
Τα σαρκώδη χείλη της μισάνοιχτα και υγρά ήταν ότι καλύτερο είχε δει σε γυναίκα – τέτοια ομορφιά δε περίμενε να συναντήσει – και αμφέβαλλε αν θα του ξαναδινόταν η ευκαιρία να θαυμάσει, έστω και σε ζωγραφιά.

Άκουσε ένα θόρυβο πίσω του και ξαφνιασμένος γύρισε το κεφάλι και το σώμα του πήρε στάση άμυνας, μα το μόνο που είδε ήταν ένα πιάνο ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι.
Χαμογέλασε βλέποντάς το, καθώς στο μυαλό του, ήρθαν οι αναμνήσεις εκείνες οι οποίες του θύμισαν το δικό του βασίλειο και την αγαπημένη του Ενέρ, να του παίζει τις γλυκές μελωδίες που του άρεσαν.

Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και έκλεισε τα μάτια του, φροντίζοντας πάντα να έχει όλες τις αισθήσεις του σε εγρήγορση, γιατί πολύ απλά ήταν κυνηγημένος και οι διώκτες του δε θα ησύχαζαν αν δεν τον έπιαναν.

Με το μυαλό του μεταφέρθηκε στο βασίλειό του και περπάτησε στα στενά σοκάκια της δικής του πόλης της πανέμορφης Γκάρντια που δεν την άλλαζε με όλο το χρυσάφι του κόσμου. Τα πόδια του άγγιξαν το νερό της λίμνης που ο πατέρας του είχε προνοήσει να φτιάξουν και τώρα όλοι οι πολίτες της Γκάρντια την απολάμβαναν.

Πέταξε νοερά πάνω από τους καταπράσινους λόφους του βασιλείου του, όταν γλυκά, πολύ γλυκά, μια μελωδία άρχισε να πλανάται στον αέρα, κάνοντάς του τα αυτιά να τεντώνονται σε κάθε νότα και τις αισθήσεις του να γαληνεύουν.
Πολύ ανώτερη και πιο απαλή από κάθε μουσική που είχε ακούσει ως τώρα, άνοιξε τα μάτια του για να δει από πού προέρχεται.

Τα μάτια του ανοιγόκλεισαν από έκπληξη όταν είδε το όμορφο πρόσωπο να τον κοιτά θλιμμένα και κάνοντάς τον νόημα να κάτσει δίπλα της.
Κοίταξε σαν χαμένος το κάδρο πάνω από το κρεβάτι και δεν είδε παρά μια μαύρη τρύπα να χάσκει από κει. Γύρισε ξανά το κεφάλι του για να ξαναδεί την γυναίκα που έπαιζε πιάνο και δειλά άρχισε να περπατά προς το μέρος της.
Θαύμασε τα μακριά της δάχτυλα που πηγαινοερχόταν πάνω στα πλήκτρα και κοίταξε το κορμί της να λικνίζεται στο ρυθμό της μελωδίας, με τα μαλλιά να ακολουθούν το σώμα της.

Ξαφνικά την βλέπει να σηκώνεται και να στέκεται απέναντί του και το παράξενο είναι πως η μουσική εξακολουθούσε να ακούγεται και να γεμίζει το χώρο με έρωτα.
Ο νεαρός Γκαρντιανός όμως ούτε που το πρόσεξε, καθώς όλη η προσοχή του ήταν στραμμένη στο πανέμορφο τούτο θηλυκό.
Τα χείλη της μισάνοιξαν και υγρά καθώς ήταν, έβγαλαν ερωτισμό πολύ δυνατό για να μπορεί κάποιος άντρας να μην αποδεχτεί τις ορέξεις τους.

Η όμορφη κοπέλα όμως άρχισε να μιλάει σε μια γλώσσα παράξενη που ο νεαρός βασιλιάς ευτυχώς τούτη την ώρα καταλάβαινε.
‘’Αιώνες περιμένω τούτη τη μέρα της άνοιξης κάποιος να μ’ ακούσει κι έπειτα να αποφασίσει. Εγκλωβισμένη μέσα στον πίνακα σε τούτο το δωμάτιο δε μου επιτρέπεται παρά μόνο νοερά να ταξιδεύω, μα το κλειδί βρίσκεται στην καρδιά εκείνου που θα με αγαπήσει κάνοντας με δική του, την πρώτη μέρα της άνοιξης.
Αγάπησέ με πρίγκιπά μου, αυτό είναι το πεπρωμένο σου, αγάπησέ με έτσι όπως κανείς άντρας δεν έχει αγαπήσει και θα σου δώσω το βασίλειο κείνο, που ούτε με τους καλύτερους στρατούς στον κόσμο σου δε θα μπορέσεις να αποκτήσεις. Θα ‘μαι για πάντα δική σου, αιώνια δική σου.’’

Την ώρα που τούτα τα λόγια έβγαιναν από το γλυκό της στόμα, πλησίαζε με αργά βήματα τον Γκαρντιανό Βασιλιά και η αύρα της μεθυστική άρχισε να υφαίνει ιστό δυνατό γύρω του, με τέτοιο τρόπο, που αδυνατούσε να αρνηθεί.
Την αγκάλιασε και την έσφιξε πάνω του δυνατά και με πάθος ώσπου ένα χαμόγελο ικανοποίησης σχηματίστηκε στο πρόσωπο της Νοκβοθιανής γυναίκας.

‘’Κάνε μια ευχή μικρό μου αστέρι και θα περάσω πάνω απ’ όλα τα ξίφη των Νοκβοθιανών πολεμιστών για να σου την πραγματοποιήσω’’ άκουσε το νεαρό Βασιλιά να λέει.
‘’Θέλω να μου κάνεις έρωτα τούτη τη μέρα αγαπημένε μου και να μου δώσεις ξανά τη ζωή που άδικα στερήθηκα τόσους αιώνες τώρα’’ του είπε χαμογελώντας φιλήδονα.

Την ώρα που πέφτανε στο γρανιτένιο πάτωμα του μεγάλου δωματίου, μια φωνή έσχισε το πέπλο του έρωτα που άρχισε να ξετυλίγεται ράθυμα, μα τόσο ανυπόμονα.
‘’Κρόου φυλάξου και άνοιξε τα μάτια σου’’ άκουσε μια γυναικεία φωνή να ουρλιάζει.
‘’Κρόου φυλάξου και άνοιξε τα μάτια σου’’ ξανακούστηκε να λέει.
Ζαλισμένος από την μυρωδιά που ανέδυε το σώμα της γυναίκας δε μπορούσε να αντιδράσει.
‘’Άνοιξε τα μάτια σου και ταξίδεψε σε μένα’’ ακούστηκε η ίδια φωνή.

Ο Κρόου προσπάθησε να σηκωθεί μα τα μακριά δάχτυλα της γυναίκας τον άρπαξαν και δυνατά έφερε το κεφάλι του κοντά στο δικό της.
Ένοιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν όταν η φωνή ξανακούστηκε
‘’Κρόου φυλάξου και άνοιξε τα μάτια σου’’.
’’Μη την ακούς, μην ακούς τούτη τη διαβολική σειρήνα, μην την αφήσεις να σε πάρει μακριά μου. Είσαι δικός μου τούτη τη μέρα είσαι δικός μου’’ ούρλιαξε η όμορφη γυναίκα, μόνο που τώρα το πρόσωπό της είχε γίνει παράξενα σκληρό και άρχισε να χάνει τη φρεσκάδα και ζωντάνια του.

Ο νεαρός Γκαρντιανός πάλευε μ’ όλες του τις δυνάμεις του να καταλάβει τι γινόταν, καθώς έβλεπε, πως κάτι μαγικό τρελό κι απόκοσμο συνέβαινε σε τούτο το δωμάτιο.
Άρχισε να σκέφτεται με τι τρόπο μπορούσε να ανοίξει τα ήδη ανοιχτά του μάτια μα δε κατάφερνε τίποτα.
Προσπάθησε να την τινάξει από πάνω του τούτη τη διαβολική γυναίκα, μα η δύναμή της ήταν μεγάλη.
Ένοιωθε να προσπαθεί να τον βιάσει και τρομαγμένος άρχισε να τινάζεται δεξιά κι αριστερά να απαλλαγεί από τα μακριά της πόδια που τον είχαν φυλακίσει.

Το όργανό του ήταν σε πλήρη στύση και δεν καταλάβαινε πως γινόταν να μην υπακούει στα προστάγματα του πνεύματός του.
Η φωνή της γυναίκας που τον καλούσε να ανοίξει τα μάτια του ξανακούστηκε και έλεγε ‘’κοίτα το χρόνο, κοίτα το χρόνο μόνο για λίγο και ονειρέψου, ονειρέψου, άσε το πνεύμα σου να κολυμπήσει μαζί μου στη λίμνη της απόλυτης αθωότητας’’.

Χαλάρωσε και άφησε το πνεύμα του να κυλήσει βαθιά μέσα στο χρόνο όπου αλλόκοτες και παράξενες φωνές τον καλούσαν να κολυμπήσει σε θάλασσες άγριες με παράξενα χρώματα να τις αγκαλιάζουν και πολλά φεγγάρια να περνάνε ταχύτατα από πάνω τους μα κείνος δεν άκουγε τίποτα πάρα μόνο την φωνή, την τόσο γλυκιά φωνή που κάπου την ήξερε μα δεν μπορούσε να θυμηθεί που.

Η όμορφη γυναίκα του πίνακα άρχισε να ουρλιάζει και να ζητά από τον παρολίγο εραστή της και σωτήρα να συνέλθει και να ζωντανέψει ξανά μα κείνος είχε ήδη αρχίσει να ανοιγοκλείνει τα μάτια του και όταν τα πόδια άρχισαν να νιώθουν τα νερά της λίμνης που η φωνή τον καλούσε να κολυμπήσει άνοιξε επιτέλους τα μάτια του και αντί για τη λίμνη είδε το τεράστιο δωμάτιο με το κάδρο πάνω από το μπρούτζινο κρεβάτι να φλέγεται.

Είδε μια τεράστια τρύπα να χάσκει στη μέση του πίνακα, όταν φωνές ακούστηκαν από το διάδρομο και η βαριά δρύινη πόρτα άνοιξε.
Οι Νοκβοθιανοί διώκτες του αποσβολωμένοι μια κοιτούσαν τον Γκαρντιανό πρίγκιπα και μια τις τεράστιες φλόγες που βγαίνανε από την παράξενη, αλλόκοσμη τρύπα στον άσπρο τοίχο.

Στα αυτιά του Κρόου ακούστηκε ξανά η γνώριμη γλυκιά φωνή να τον προτρέπει να πηδήξει στην τρύπα και να αφεθεί.
Χωρίς δισταγμό ο Κρόου έτρεξε προς τον τοίχο και με ένα μεγάλο και αποφασιστικό σάλτο χώθηκε στο κενό της τρύπας, μπρος στα έντρομα μάτια των Νοκβοθιανών πολεμιστών.

Άρχισε να κατρακυλά με διαολεμένη ταχύτητα και να περνά από στοές παράξενες με όλων των λογιών τα χρώματα να τον συντροφεύουν. Πάντα όμως το λευκό ήταν μπροστά του και καταλάβαινε πως τούτο το χρώμα ήταν ο προορισμός του.
Έφτανε λοιπόν στο στόχο.
Το λευκό τον τράβηξε σαν ρουφήχτρα και ένοιωσε το σώμα του να γίνεται χίλια κομμάτια και μετά ξανά να κολλάει, στην αρχή επώδυνα μα σιγά σιγά η ευχαρίστηση να παίρνει τη θέση του πόνου.

‘’Ήρθες κοντά μου ξανά πολυαγαπημένε και μονάκριβε βασιλιά μου. Ήρθες την ύστατη ώρα. Ευτυχώς άκουσες το κάλεσμά μου. Δε θα σ’ άλλαζα με το χρυσάφι όλου του κόσμου. Ήμουν έτοιμη να σ’ ακολουθήσω στις σκοτεινιές που βάδιζες’’ άκουσε την αγαπημένη και μελωδική φωνή ξανά.

Όταν άνοιξε τα μάτια του αντίκρισε ξανά έπειτα από μια αιωνιότητα τα δακρυσμένα μάτια της Ενέρ.

‘’Την πρώτη μέρα της Άνοιξης αγαπημένη μου, τούτη τη μέρα σου υπόσχομαι αιώνια αγάπη’’ άκουσε τον εαυτό του να λέει.

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

Χωμένος χιλιάδες χρόνια στο πουθενά, εκεί όπου κανείς ήχος δεν ακούγεται και το φως του ήλιου δεν σχίζει και δεν χαλά την ηρεμία του σκοταδιού που παραμένει ασάλευτο αιώνες τώρα, δεν μπόρεσα να αποφύγω την ακινησία του σώματος, μα πολύ περισσότερο του πνεύματος μου, ακινησία όπου με είχε βάλει η λάμψη εκείνη, που ακόμη και τώρα δεν μπορώ να προσδιορίσω τι ήταν και δεν γνωρίζω από που είχε έρθει, μα γνώρισα πολύ καλά την ένταση και την επιθετικότητά της.

Με τύλιξε και πριν προλάβω να σκεφτώ οτιδήποτε, πέρασα μέσα από τη δίνη του χρόνου, ανακτώντας τις αισθήσεις μου για μικρά χρονικά διαστήματα τόσο όσο έπρεπε, για να συνειδητοποιήσω πως το μέλλον μου πάνω στη γη που αγάπησα για τη ζωή, που τόσο απλόχερα, γενναιόδωρα και άφθονα με αντάμειβε από την ώρα που το φως του ήλιου εισχώρησε και ζέστανε το σώμα μου, το μέλλον μου λοιπόν δεν φαινότανε και τόσο ευοίωνο.

Μα να ‘μαι πάλι έξω, πατώντας το δέρμα της αγαπημένης μου και ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου προσπαθώντας να προστατευθώ απ’ το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, που ανελέητα και χωρίς δισταγμό ρίχνει πάνω τις καθαρές και αγνές του αχτίδες να αναρωτιέμαι τι περίεργο παιγνίδι μου παίζει ίσως κάποιος ξεχασμένος θεός, που αγνοούσα την ύπαρξή του και ατιμωνόντας τον μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο, εκείνος μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνει, αποφάσισε να με βγάλει απ’ το σκοτάδι και την ακινησία μου και να με παρασύρει σε χώρους, όπου η προηγούμενη κατάστασή μου θα φάνταζε παράδεισος.

Το τρίξιμο των οστών μου ακουγότανε σε κάθε μου κίνηση θυμίζοντας μου το μαρτύριο των προηγούμενων χιλιάδων χρόνων.
Μα τώρα, που το χάος και το σκοτάδι της αβύσσου, δεν είναι για το σώμα και το πνεύμα μου παρά μια ανάμνηση, αχνά το χαμόγελο φωτίζει το σκουριασμένο μου πρόσωπο.

Υπήρξα μάρτυρας, της πιο περίεργης υπόθεσης που συγκλόνισε τον τότε γνωστό κόσμο και ακόμη και τώρα, χιλιάδες χρόνια μετά, αδυνατώ να πιστέψω αυτά που έζησα την εποχή της εξέγερσης των κατοίκων της Σαϊς.
Τα δεσμά του σκότους που με κατάτρωγαν αιώνες τώρα, τελικά δεν ήταν ικανά να καταστρέψουν τις αναμνήσεις μιας ξεχασμένης, μα αληθινής ζωής, που στριφογυρίζει θολά στο μυαλό μου αυτό το διάστημα που ξαναπερπατώ.

Στο μυαλό, μου έρχονται εικόνες από συγκλονιστικές μάχες που πήρα μέρος μαζί με τον εφιάλτη μου μα τότε αρχηγό μου, γενναίο και ανυπέρβλητο Σώμιτ.
Πριν βυθίσω το σπαθί μου στην καρδιά του βλέπω τον εαυτό μου να τον ρωτάει γιατί από σύντροφός μας, έγινε ο μεγαλύτερος πολέμιός μας.
Αυτή η σκηνή θα ήθελα να ήταν μια από τις αναμνήσεις μου, μα η προηγούμενη ζωή μου δεν σκέφτηκε ανάλογα κι έτσι δεν έμεινε παρά ένα ανεκπλήρωτο όνειρο.

Τώρα θα ‘ταν ευκαιρία με την παρουσία μου ξανά σε μέρη που αγάπησα και πολέμησα γι αυτά, να ψάξω να τον βρω και αφού το μίσος ξεθώριασε στην καρδιά μου, να του κάνω την ερώτηση που στριφογυρνάει στο μυαλό μου.
Το μόνο που ελπίζω είναι να μην έχει φύγει για να πάρει τη θέση του ανάμεσα στ’ αστέρια στον ουρανό, μα να μπόρεσε να άντεξε την πίεση του χρόνου και να παρέμεινε στη ζωή και στην πόλη που αγάπησε, πράγμα πολύ πιθανό για τον Σώμιτ, γιατί άντρες σαν κι αυτόν, δεν βγαίνουν παρά ένας κάθε εκατό χιλιάδες χρόνια.
Η φύση πρέπει να είναι γενναιόδωρη σε τέτοιους άντρες.

Μ’ αυτές και μ’ αυτές τις σκέψεις ταξιδεύω συνεχώς.
Τα μάτια μου εστιάζονται σε μέρη που έμειναν αναλλοίωτα από το χρόνο, φέρνοντάς με ξεθωριασμένες αναμνήσεις που ανασκαλεύοντας τες συνεχώς, μου δίνουν τις εικόνες που πρέπει, μουσκεύοντας τα μάγουλά μου από τα δάκρυα που ασυναίσθητα ξεφεύγουν απ’ τα μάτια μου, μη μπορώντας και μη θέλοντας να κρατήσω την ευαίσθητη πλευρά του εαυτού μου.
΄΄Τα δάκρυα όταν κυλάνε από μάτια άντρα δεν είναι ντροπή΄΄ ακούω ακόμη και τώρα την φωνή του μέσα βαθιά στ’ αυτιά μου.

Ο χρόνος λες και δεν άγγιξε καθόλου τα μέρη που έβλεπα και μπροστά στα μάτια μου οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη.
Από το σημείο που βρίσκομαι, η πόλη της Σαϊς δεν απέχει παρά δέκα μέρες, μα αν σταθώ τυχερός και στο διάβα μου συναντήσω κάποιο άλογο, αμέσως η διαδρομή λιγοστεύει κατά επτά μέρες.

Σκεφτόμενος αυτά, τα μάτια μου εστιάστηκαν στους δίδυμους λόφους γεμάτους καταπράσινο χορτάρι απέναντί μου.
Στο μυαλό μου ήρθαν οι εικόνες από τη μάχη που δώσαμε πάνω σ’ αυτούς τους λόφους. Δεκάδες οι νεκροί που άφησα με το σπαθί μου.
Η μάχη σώμα με σώμα με τους επαναστάτες που ξεσηκώθηκαν εναντίον του Βασιλιά Στέρνταν, ήταν η πρώτη μάχη που δώσανε οι Παλιοί Κάτοικοι της Σαϊς για την απελευθέρωση της πόλης τους από τους Κράτσακ, τη φυλή που αιώνες πριν, κατέλαβε την πόλη και την οδήγησε εκεί, όπου το ελεύθερο πνεύμα είναι δέσμιο της ακολασίας των κατοίκων που μετοικήσανε αμέσως μετά την κατάρρευση της από τους μισθοφόρους Κράτσακ.
Ήμουν δίπλα στο πλευρό του Σώμιτ σ’ όλη τη διάρκεια της μάχης και εκεί τον πρωτοθαύμασα για το χειρισμό της σπάθας του και την γενναιότητα του.

Ανάμεσα στους στρατιώτες κυκλοφορούσε η φήμη πως ο Σώμιτ προέρχεται από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών, βόρεια του γνωστού κόσμου εκεί, όπου τα Πλάσματα που ζουν, μόνο φιλικά δεν είναι προς τους ανθρώπους.
Κανείς από όσους έχουν ταξιδεύσει εκεί δεν έχει γυρίσει πίσω.

Λένε πως η μητέρα του ήταν ξωτικό και πως μπορούσε να πάρει τη μορφή οποιουδήποτε ζώου ήθελε και πως όταν γέννησε τον Σώμιτ από την ένωσή της με έναν θνητό, κρυφά από τ’ άλλα ξωτικά πήρε τη μορφή των Πλασμάτων και παρέδωσε το γιο της στη γυναίκα του βασιλιά, η οποία τον ανέθρεψε σαν δικό της παιδί.
Όταν αργότερα το παιδί έγινε άντρας ο βασιλιάς των Πλασμάτων που το είχε αγαπήσει, βλέποντας πως δεν θα μπορούσε να επιβιώσει μαζί τους του έφτιαξε τη σπάθα του, διακοσμώντας τη με τους πολυτιμότερους λίθους που υπήρχαν και του την έδωσε οδηγώντας τον νότια προς τη πόλη της Σαϊς.
Η φήμη του σαν πολεμιστής είχε εξαπλωθεί πολύ σύντομα και ο βασιλιάς των Κράτσακ Στέρνταν δεν άργησε να τον δελεάσει με πλούτη και να τον βάλει υπεύθυνο της στρατιάς του.
Όταν τον βλέπεις να πολεμά με τη σπάθα στο χέρι του θαρρείς πως είναι προέκταση του χεριού του. Οι κινήσεις αρμονικές, όμορφες και υπομονετικές χωρίς βιασύνη εκεί όπου δεν χρειάζεται και αποφασιστικές και γρήγορες όταν αυτός κρίνει απαραίτητο.

Αυτά τα λόγια άκουγες κάθε βράδυ να ψιθυρίζονται ανάμεσα στους άντρες όταν κατασκηνώνανε. Δεν υπήρχε μάχη που ο Σώμιτ να την είχε χάσει.
Ήταν τέλειος στρατηγός και πολύ καλός διπλωμάτης. Ήταν σκληρός με τους άντρες του μα συνάμα δίκαιος.
Μπορούσε να πάρει το κεφάλι κάποιου αν παραβίαζε τους κανόνες που ο ίδιος είχε επιβάλλει, μα εύκολα και χωρίς δισταγμό αναγνώριζε τα λάθη του μπροστά μάλιστα στους άντρες του. Δεν τον αμφισβητούσε κανείς.
Στη μάχη στους δίδυμους λόφους δεν δίστασε να χαρίσει τη ζωή σε δεκάδες εχθρούς, καθώς οι επαναστάτες είχαν στις τάξεις τους πολλά αμούστακα παιδιά.

Θυμάμαι ακόμη τη στιγμή, που με το σπαθί μου θα έπαιρνα το κεφάλι ενός τέτοιου εχθρού, όταν η σπάθα του Σώμιτ σταμάτησε τη φορά του δικού μου σπαθιού προς τον τρυφερό λαιμό ενός δεκαπεντάχρονου επαναστάτη με τέτοια ευκολία, που με τρόμαξε και καθώς τα μάτια του παιδιού γούρλωναν από έκπληξη, άκουσε τον Σώμιτ να του λέει να φύγει και να γυρνά σε μένα, ρίχνοντάς μου μια ματιά τέτοια, που μ’ έκανε να σκύψω τα μάτια μου και να μην τολμήσω να τον αμφισβητήσω.
Πολλοί σύντροφοι είδαν αυτή τη σκηνή περιμένοντας την αντίδρασή μου, μα εγώ από δειλία ξέροντας πως ο θάνατος ήταν σίγουρος, έμεινα άπραγος μπροστά σ’ αυτή την προσβολή την ώρα της μάχης.
Αυτός ήταν ο σύντροφος και αρχηγός μου Σώμιτ.
Νοιώθω έντονα την ανάγκη να τον ξαναδώ.

Πολεμήσαμε πολλές φορές τους εξεγερθέντες κατοίκους της Σαϊς χωρίς να δω ούτε μια φορά να τρέχει αίμα απ’ το σώμα του, ώσπου μια μέρα εξαφανίστηκε πάνω στα βουνά του Ζέστρα χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος πίσω του.
Οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν για την τύχη του.
Πολλοί λένε πως τον σκότωσαν μα αυτό ήταν αδύνατο να ‘χε συμβεί. Άλλοι πάλι λένε πως τον είδαν να ‘χει χαμένα τα λογικά του και να περιφέρεται χωρίς σκοπό κάτω απ’ τα αιωνόβια δέντρα στις κορφές του Ζέστρα.
Είναι και κάποιοι όμως που υποστηρίζουν το χειρότερο. Βγήκε η φήμη πως τον είδαν άντρες ενός αποσπάσματος να ηγείται μιας ομάδας ανταρτών και να πολεμά εναντίον των πρώην συντρόφων του.
Αυτό ήταν κάτι που κανείς δεν περίμενε να ακούσει.
Οι επαναστάτες από την ημέρα που εξαφανίστηκε ο Σώμιτ άρχισαν να κερδίζουν κάποιες μάχες και σιγά σιγά μια μεγάλη περιοχή έξω από τα τείχη της Σαϊς να περνάει αργά αλλά σταθερά στα χέρια των Παλιών Κατοίκων.

Πολλοί χτυπημένοι άντρες που γυρνούσαν από τα μέρη όπου έπαιρναν μορφή ο θάνατος και η βία σε κάθε στιγμή, μου μιλούσαν και μου έλεγαν ιστορίες για κάποιον άντρα που πολεμούσε σαν τον Σώμιτ μα δεν διέκρινες καθαρά τα χαρακτηριστικά του καθώς μια λάμψη εκτυφλωτική ξεπηδούσε από το σώμα του και τύφλωνε τους γύρω του σκορπώντας τον τρόμο στις ψυχές και τον θάνατο στα σώματα των πολεμιστών του βασιλιά Στέρνταν που τολμούσαν να τα βάλουν μαζί της.
Μια λάμψη που όμοια της μόνο το βράδυ την βλέπεις να βγαίνει σαν φλόγα από τα σωθικά του γεμάτου φεγγαριού που παρακολουθεί κάθε μας κίνηση άλλοτε κρυφά και άλλοτε φανερά πολύ σαν να μη μας αφήνει να το αγνοήσουμε και γι αυτό στα Αρχαία Κείμενα των Παλιών Κατοίκων διατηρεί περίοπτη θέση ανάμεσα στις θεότητες που λατρεύονται.

Σε κάθε μάχη που έδινα με επαναστάτες προσπαθούσα να διακρίνω τη γνώριμη φιγούρα του Σώμιτ που τόσα και τόσα ακουγότανε μα δεν τα κατάφερα παρά πολύ καιρό αργότερα και σε χρόνο που δεν το περίμενα να τον συναντήσω όταν στις όχθες του ποταμού Κέρκων είχαμε συγκρουστεί με μια ομάδα Παλιών Κατοίκων.

Τα χέρια και το σπαθί μου έσταζαν αίμα από τους άνδρες που τόλμησαν να συγκρουστούν μαζί μου και όταν η έκβαση της μάχης είχε για μένα κριθεί, αφού τους αναγκάσαμε να πισωγυρίσουν και τους καταδιώκαμε προς τους πρόποδες του Ζέστρα, μια λάμψη εμφανίστηκε ξαφνικά, μια λάμψη άγρια, επιθετική, παράξενη και χωρίς να μου δώσει την ικανοποίηση να την πολεμήσω, με τύλιξε και με μετέφερε εκεί, όπου τελικά για μένα υπήρξε γυρισμός, αν κι αυτό δεν συμβαίνει παρά σπάνιες φορές.

Τοποθετημένος στην άκρη του χάους, ποτέ δεν πίστευα πως θα ‘ρχότανε η ώρα που θα γύριζα στα αγαπημένα μου μέρη.
Μα τι ήταν αυτή η λάμψη αναρωτιόμουν συνεχώς από την ώρα που γύρισα.
Ήταν η πρώτη ερώτηση που μου ‘ρθε στο μυαλό μόλις βγήκα από τη φυλακή μου όπου εκεί το μυαλό μου, δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί, πόσο μάλλον να θέσει ερωτήματα.
Τώρα όμως αυτή η ώρα ήρθε και η απάντηση που χρωστώ σε μένα νομίζω πως θα δοθεί.

Οι μέρες περάσανε γρήγορα και καθώς έφτανα στην κορυφή του λόφου, άρχισαν να παίρνουν μορφή εμπρός μου τα τείχη και η πόλη της Σαϊς.
Άρχισε ήδη να σουρουπώνει όταν ανενόχλητος, πέρασα από την κεντρική πύλη της πόλης και με επιφύλαξη, κοιτάζοντας αριστερά και δεξιά να βλέπω την ευημερία σ’ όλο της το μεγαλείο.
Πεντακάθαροι δρόμοι με μεγάλες πλάκες φερμένες απ’ τα λατομεία του Ζέστρα και κτίρια επιβλητικά να ορθώνονται στον ουρανό και μια ηρεμία και γαλήνη να πλανάται πάνω απ’ την πόλη.
Παιδιά ανέμελα, χαμογελαστά δίχως φόβο για τους ξένους, να παίζουν ξέγνοιαστα στις αυλές των σπιτιών, μα και μπροστά στους δρόμους και τις μανάδες τους, να πλέκουν περίεργα σχέδια σε υφάσματα που ήρθαν απ’ την ανατολή, με τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών τους ανοιχτά και χαμογελώντας με όταν τα μάτια μας συναντιόντουσαν τις λίγες φορές που τα σήκωνα ψηλά, για να παρατηρήσω τις αλλαγές που έβλεπα.
Ήταν μια εικόνα που για όσο διάστημα υπήρξα κάτοικος αυτής της αρχαίας πόλης δεν την είχα δει ποτέ μου.
Τον καιρό εκείνο που εγώ υπήρξα η βία και ο θάνατος κυριαρχούσαν στη Σαϊς και το μόνο που κυκλοφορούσε στους δρόμους της ήταν τα αποβράσματα της τότε κοινωνίας, μαζί με πόρνες και στρατιώτες μεθυσμένους, να γυρνάνε από δω κι από κει μέσα στην ακολασία και τη διαφθορά, που άφηνε ασυγκίνητη την αρχή της πόλης, αφού τέτοιοι ήταν κι αυτοί που την κρατούσαν στα χέρια τους.
Έκπληκτος γι αυτή την αλλαγή συνέχισα να περπατώ.
Είχε βραδιάσει για τα καλά όταν βρέθηκα στο κέντρο της πόλης και μπροστά σ’ ένα τεράστιο κτίριο που ρωτώντας τους περαστικούς τι ήταν, έμαθα πως ήταν η Μεγάλη Βιβλιοθήκη όπου κάποιος Λοκρό την έσωσε στέλνοντας τα περισσότερα βιβλία της στα βουνά του Ζέστρα όταν η πόλη είχε πέσει στα χέρια των Κράτσακ και οι Παλιοί Κάτοικοι πιθανώς τα είχαν ξαναβάλει στη θέση τους όταν ελευθέρωσαν την πόλη.
Διάλεξα ένα ζεστό σημείο για να περάσω το βράδυ αναπολώντας και προσπαθώντας να θυμηθώ όμορφες στιγμές της ζωής μου.
Ήταν κοντά μεσάνυχτα όταν το γεμάτο φεγγάρι έκανε την καθιερωμένη του βόλτα στους ουρανούς με το φως του να λούζει τη Σαϊς όταν ξαφνικά τον είδα.
΄΄Ω θεοί΄΄ αναφώνησα.
΄΄Τι είναι αυτό που μου αποκαλύπτεται΄΄ ρώτησα έκπληκτος σηκώνοντας τα μάτια μου στους ουρανούς.
Τον βλέπω αγέρωχο να στέκει με το φεγγάρι στην πλάτη του να ρίχνει τις αχτίδες του πάνω του και ίσα που κατάφερα να διακρίνω πως ήταν αυτός.
Το μυαλό μου αμέσως μου έφερε τις αναμνήσεις που χρειαζόμουν, για να διαπιστώσω πως το ίδιο φως με πήγε στο χάος εκείνη την ημέρα που διάλεξαν οι θεοί να αφήσω την αγαπημένη μου, χωρίς τότε να μπορέσω να διακρίνω τι ήταν υπεύθυνο για την απομάκρυνσή μου από τους ζωντανούς και την τιμωρία στην ακινησία και την αμνησία που μου είχαν επιβάλλει ανώτερες δυνάμεις.
Το ύφος του, ακριβώς όπως το θυμάμαι και ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο στα χείλη του να σου δίνει την εντύπωση, πως τίποτα δεν μπορεί να κάμψει την θέλησή του για ότι αυτός έχει βάλει στόχο.
Τα μάτια του να συγκεντρώνουν στα δικά σου όλη την ενέργεια που μπορούν να σου δώσουν και συ να την αποδέχεσαι χωρίς να έχεις τη δύναμη μα και χωρίς να θέλεις να την αποφύγεις.
Το σπαθί στο χέρι του να φαντάζει σαν ομπρέλα πάνω από τα κεφάλια των περαστικών δίνοντας τους την αίσθηση της ασφάλειας και λέγοντάς τους πως όσο βρίσκεται εκεί δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο από κανέναν.
Ο καλλιτέχνης που έφτιαξε αυτό το άγαλμα θα πρέπει να έδωσε και την ψυχή του εκτός από τα χρόνια που ξόδεψε για να αναπαραστήσει τόσο τέλεια έναν πολεμιστή όπως ο Σώμιτ.

Η αλήθεια λοιπόν μου αποκαλύφθηκε τόσο απλά και καθαρά δείχνοντας με πως ένας άνθρωπος μπορεί να μείνει αθάνατος, ανέπαφος στην έκθεση του χρόνου, όταν μείνει ανέπαφη η καρδιά του από την ματαιοδοξία και τα υλικά αγαθά που σίγουρα θα λειτουργήσουν πονηρά, για να τον βγάλουν από τον δύσκολο δρόμο προς την αλήθεια, ρίχνοντας τον σε δρόμους, όπου οδηγούν μόνο στο χάος και το σκοτάδι της αβύσσου.

Μπορεί επίσης όμως και για όσους αποδεχθούν την αλήθεια που σίγουρα θα ξεδιπλωθεί μπροστά τους κάποια μέρα των αιώνιων ημερών, να λειτουργήσει σαν φίλτρο, φιλτράροντας για τελευταία φορά τις ψυχές τους και δίνοντάς τους τις αναμνήσεις που χρειάζονται, για να μπορέσουν να τις χρησιμοποιήσουν σαν οδηγό, στο δύσκολο ταξίδι προς τον εξαγνισμό του πνεύματός τους, κι από κει στα εύφορα λιβάδια που ο καθένας από μας, έχει δικαίωμα να ζήσει.