Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2008

Η Πρώτη Μέρα Της Άνοιξης

Τρομαγμένος μπήκε στο πρώτο δωμάτιο που βρήκε μπροστά του.
Ήταν ένα αρκετά μεγάλο δωμάτιο με λιγοστά έπιπλα. Ένα μπρούτζινο κρεβάτι όμορφα σμιλεμένο στο κέντρο του δωματίου και στα αριστερά του, δίπλα στο μεγάλο παράθυρο, ένα σκαλιστό εβένινο τραπέζι που έκανε χρέη τουαλέτας με μπουκάλια αρωμάτων πάνω του, σε διάφορα σχήματα και χρώματα και μπροστά στο τραπέζι ένα, σκαλισμένο περίτεχνα, καρεκλάκι αρκετών αιώνων.

Ακριβώς πάνω από το κρεβάτι, ένα τεράστιο πορτραίτο μιας πανέμορφης γυναίκας. Δε μπόρεσε να διακρίνει τα λεπτά της όμορφα χαρακτηριστικά, καθώς φωνές και γρήγορα βήματα ακούστηκαν από τους διώκτες του.
Αμέσως έσκυψε και χώθηκε κάτω από το κρεβάτι, κρατώντας την αναπνοή του την ώρα που η βαριά πόρτα άνοιγε.
Αγριεμένες φωνές ακούστηκαν και το μόνο που κατόρθωσε να ακούσει, ήταν η φωνή ενός Νοκβοθιανού, ο οποίος έβριζε τους δικούς του που κατόρθωσαν να τον χάσουν.

Αμέσως μετά και σε ελάχιστο χρόνο, άκουσε τη μεγάλη δρύινη πόρτα να κλείνει και το δωμάτιο να περνά και πάλι στην ηρεμία που είχε λίγο πριν.
Διστακτικά βγήκε από την κρυψώνα του και τα μάτια του έπεσαν ξανά στο πορτραίτο της γυναίκας που έβλεπε τα πάντα, καθώς κρεμόταν πάνω από το κρεβάτι.
Το φως του ήλιου που έμπαινε από την ανοιχτή μεταξωτή κουρτίνα, τον βοήθησε να παρατηρήσει τα χαρακτηριστικά της γυναίκας στο κάδρο.

Πρέπει να πλησίαζε στα τριάντα η ηλικία της, κι αυτό το έβλεπε μόνο από τα μάτια της, καθώς το δέρμα της άρμοζε σε παρθένα.
Τα μακριά μαύρα της μαλλιά, ερχόταν σε αντίθεση με το λευκό δέρμα του προσώπου της, χωρίς αυτό να την κάνει να χάνει σε ομορφιά.
Τα μάτια της σαγηνευτικά πράσινα, εξέπεμπαν ένα αισθησιασμό που σε καλούσαν και ασυναίσθητα έκανε μερικά βήματα κοντά της.
Τα σαρκώδη χείλη της μισάνοιχτα και υγρά ήταν ότι καλύτερο είχε δει σε γυναίκα – τέτοια ομορφιά δε περίμενε να συναντήσει – και αμφέβαλλε αν θα του ξαναδινόταν η ευκαιρία να θαυμάσει, έστω και σε ζωγραφιά.

Άκουσε ένα θόρυβο πίσω του και ξαφνιασμένος γύρισε το κεφάλι και το σώμα του πήρε στάση άμυνας, μα το μόνο που είδε ήταν ένα πιάνο ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι.
Χαμογέλασε βλέποντάς το, καθώς στο μυαλό του, ήρθαν οι αναμνήσεις εκείνες οι οποίες του θύμισαν το δικό του βασίλειο και την αγαπημένη του Ενέρ, να του παίζει τις γλυκές μελωδίες που του άρεσαν.

Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και έκλεισε τα μάτια του, φροντίζοντας πάντα να έχει όλες τις αισθήσεις του σε εγρήγορση, γιατί πολύ απλά ήταν κυνηγημένος και οι διώκτες του δε θα ησύχαζαν αν δεν τον έπιαναν.

Με το μυαλό του μεταφέρθηκε στο βασίλειό του και περπάτησε στα στενά σοκάκια της δικής του πόλης της πανέμορφης Γκάρντια που δεν την άλλαζε με όλο το χρυσάφι του κόσμου. Τα πόδια του άγγιξαν το νερό της λίμνης που ο πατέρας του είχε προνοήσει να φτιάξουν και τώρα όλοι οι πολίτες της Γκάρντια την απολάμβαναν.

Πέταξε νοερά πάνω από τους καταπράσινους λόφους του βασιλείου του, όταν γλυκά, πολύ γλυκά, μια μελωδία άρχισε να πλανάται στον αέρα, κάνοντάς του τα αυτιά να τεντώνονται σε κάθε νότα και τις αισθήσεις του να γαληνεύουν.
Πολύ ανώτερη και πιο απαλή από κάθε μουσική που είχε ακούσει ως τώρα, άνοιξε τα μάτια του για να δει από πού προέρχεται.

Τα μάτια του ανοιγόκλεισαν από έκπληξη όταν είδε το όμορφο πρόσωπο να τον κοιτά θλιμμένα και κάνοντάς τον νόημα να κάτσει δίπλα της.
Κοίταξε σαν χαμένος το κάδρο πάνω από το κρεβάτι και δεν είδε παρά μια μαύρη τρύπα να χάσκει από κει. Γύρισε ξανά το κεφάλι του για να ξαναδεί την γυναίκα που έπαιζε πιάνο και δειλά άρχισε να περπατά προς το μέρος της.
Θαύμασε τα μακριά της δάχτυλα που πηγαινοερχόταν πάνω στα πλήκτρα και κοίταξε το κορμί της να λικνίζεται στο ρυθμό της μελωδίας, με τα μαλλιά να ακολουθούν το σώμα της.

Ξαφνικά την βλέπει να σηκώνεται και να στέκεται απέναντί του και το παράξενο είναι πως η μουσική εξακολουθούσε να ακούγεται και να γεμίζει το χώρο με έρωτα.
Ο νεαρός Γκαρντιανός όμως ούτε που το πρόσεξε, καθώς όλη η προσοχή του ήταν στραμμένη στο πανέμορφο τούτο θηλυκό.
Τα χείλη της μισάνοιξαν και υγρά καθώς ήταν, έβγαλαν ερωτισμό πολύ δυνατό για να μπορεί κάποιος άντρας να μην αποδεχτεί τις ορέξεις τους.

Η όμορφη κοπέλα όμως άρχισε να μιλάει σε μια γλώσσα παράξενη που ο νεαρός βασιλιάς ευτυχώς τούτη την ώρα καταλάβαινε.
‘’Αιώνες περιμένω τούτη τη μέρα της άνοιξης κάποιος να μ’ ακούσει κι έπειτα να αποφασίσει. Εγκλωβισμένη μέσα στον πίνακα σε τούτο το δωμάτιο δε μου επιτρέπεται παρά μόνο νοερά να ταξιδεύω, μα το κλειδί βρίσκεται στην καρδιά εκείνου που θα με αγαπήσει κάνοντας με δική του, την πρώτη μέρα της άνοιξης.
Αγάπησέ με πρίγκιπά μου, αυτό είναι το πεπρωμένο σου, αγάπησέ με έτσι όπως κανείς άντρας δεν έχει αγαπήσει και θα σου δώσω το βασίλειο κείνο, που ούτε με τους καλύτερους στρατούς στον κόσμο σου δε θα μπορέσεις να αποκτήσεις. Θα ‘μαι για πάντα δική σου, αιώνια δική σου.’’

Την ώρα που τούτα τα λόγια έβγαιναν από το γλυκό της στόμα, πλησίαζε με αργά βήματα τον Γκαρντιανό Βασιλιά και η αύρα της μεθυστική άρχισε να υφαίνει ιστό δυνατό γύρω του, με τέτοιο τρόπο, που αδυνατούσε να αρνηθεί.
Την αγκάλιασε και την έσφιξε πάνω του δυνατά και με πάθος ώσπου ένα χαμόγελο ικανοποίησης σχηματίστηκε στο πρόσωπο της Νοκβοθιανής γυναίκας.

‘’Κάνε μια ευχή μικρό μου αστέρι και θα περάσω πάνω απ’ όλα τα ξίφη των Νοκβοθιανών πολεμιστών για να σου την πραγματοποιήσω’’ άκουσε το νεαρό Βασιλιά να λέει.
‘’Θέλω να μου κάνεις έρωτα τούτη τη μέρα αγαπημένε μου και να μου δώσεις ξανά τη ζωή που άδικα στερήθηκα τόσους αιώνες τώρα’’ του είπε χαμογελώντας φιλήδονα.

Την ώρα που πέφτανε στο γρανιτένιο πάτωμα του μεγάλου δωματίου, μια φωνή έσχισε το πέπλο του έρωτα που άρχισε να ξετυλίγεται ράθυμα, μα τόσο ανυπόμονα.
‘’Κρόου φυλάξου και άνοιξε τα μάτια σου’’ άκουσε μια γυναικεία φωνή να ουρλιάζει.
‘’Κρόου φυλάξου και άνοιξε τα μάτια σου’’ ξανακούστηκε να λέει.
Ζαλισμένος από την μυρωδιά που ανέδυε το σώμα της γυναίκας δε μπορούσε να αντιδράσει.
‘’Άνοιξε τα μάτια σου και ταξίδεψε σε μένα’’ ακούστηκε η ίδια φωνή.

Ο Κρόου προσπάθησε να σηκωθεί μα τα μακριά δάχτυλα της γυναίκας τον άρπαξαν και δυνατά έφερε το κεφάλι του κοντά στο δικό της.
Ένοιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν όταν η φωνή ξανακούστηκε
‘’Κρόου φυλάξου και άνοιξε τα μάτια σου’’.
’’Μη την ακούς, μην ακούς τούτη τη διαβολική σειρήνα, μην την αφήσεις να σε πάρει μακριά μου. Είσαι δικός μου τούτη τη μέρα είσαι δικός μου’’ ούρλιαξε η όμορφη γυναίκα, μόνο που τώρα το πρόσωπό της είχε γίνει παράξενα σκληρό και άρχισε να χάνει τη φρεσκάδα και ζωντάνια του.

Ο νεαρός Γκαρντιανός πάλευε μ’ όλες του τις δυνάμεις του να καταλάβει τι γινόταν, καθώς έβλεπε, πως κάτι μαγικό τρελό κι απόκοσμο συνέβαινε σε τούτο το δωμάτιο.
Άρχισε να σκέφτεται με τι τρόπο μπορούσε να ανοίξει τα ήδη ανοιχτά του μάτια μα δε κατάφερνε τίποτα.
Προσπάθησε να την τινάξει από πάνω του τούτη τη διαβολική γυναίκα, μα η δύναμή της ήταν μεγάλη.
Ένοιωθε να προσπαθεί να τον βιάσει και τρομαγμένος άρχισε να τινάζεται δεξιά κι αριστερά να απαλλαγεί από τα μακριά της πόδια που τον είχαν φυλακίσει.

Το όργανό του ήταν σε πλήρη στύση και δεν καταλάβαινε πως γινόταν να μην υπακούει στα προστάγματα του πνεύματός του.
Η φωνή της γυναίκας που τον καλούσε να ανοίξει τα μάτια του ξανακούστηκε και έλεγε ‘’κοίτα το χρόνο, κοίτα το χρόνο μόνο για λίγο και ονειρέψου, ονειρέψου, άσε το πνεύμα σου να κολυμπήσει μαζί μου στη λίμνη της απόλυτης αθωότητας’’.

Χαλάρωσε και άφησε το πνεύμα του να κυλήσει βαθιά μέσα στο χρόνο όπου αλλόκοτες και παράξενες φωνές τον καλούσαν να κολυμπήσει σε θάλασσες άγριες με παράξενα χρώματα να τις αγκαλιάζουν και πολλά φεγγάρια να περνάνε ταχύτατα από πάνω τους μα κείνος δεν άκουγε τίποτα πάρα μόνο την φωνή, την τόσο γλυκιά φωνή που κάπου την ήξερε μα δεν μπορούσε να θυμηθεί που.

Η όμορφη γυναίκα του πίνακα άρχισε να ουρλιάζει και να ζητά από τον παρολίγο εραστή της και σωτήρα να συνέλθει και να ζωντανέψει ξανά μα κείνος είχε ήδη αρχίσει να ανοιγοκλείνει τα μάτια του και όταν τα πόδια άρχισαν να νιώθουν τα νερά της λίμνης που η φωνή τον καλούσε να κολυμπήσει άνοιξε επιτέλους τα μάτια του και αντί για τη λίμνη είδε το τεράστιο δωμάτιο με το κάδρο πάνω από το μπρούτζινο κρεβάτι να φλέγεται.

Είδε μια τεράστια τρύπα να χάσκει στη μέση του πίνακα, όταν φωνές ακούστηκαν από το διάδρομο και η βαριά δρύινη πόρτα άνοιξε.
Οι Νοκβοθιανοί διώκτες του αποσβολωμένοι μια κοιτούσαν τον Γκαρντιανό πρίγκιπα και μια τις τεράστιες φλόγες που βγαίνανε από την παράξενη, αλλόκοσμη τρύπα στον άσπρο τοίχο.

Στα αυτιά του Κρόου ακούστηκε ξανά η γνώριμη γλυκιά φωνή να τον προτρέπει να πηδήξει στην τρύπα και να αφεθεί.
Χωρίς δισταγμό ο Κρόου έτρεξε προς τον τοίχο και με ένα μεγάλο και αποφασιστικό σάλτο χώθηκε στο κενό της τρύπας, μπρος στα έντρομα μάτια των Νοκβοθιανών πολεμιστών.

Άρχισε να κατρακυλά με διαολεμένη ταχύτητα και να περνά από στοές παράξενες με όλων των λογιών τα χρώματα να τον συντροφεύουν. Πάντα όμως το λευκό ήταν μπροστά του και καταλάβαινε πως τούτο το χρώμα ήταν ο προορισμός του.
Έφτανε λοιπόν στο στόχο.
Το λευκό τον τράβηξε σαν ρουφήχτρα και ένοιωσε το σώμα του να γίνεται χίλια κομμάτια και μετά ξανά να κολλάει, στην αρχή επώδυνα μα σιγά σιγά η ευχαρίστηση να παίρνει τη θέση του πόνου.

‘’Ήρθες κοντά μου ξανά πολυαγαπημένε και μονάκριβε βασιλιά μου. Ήρθες την ύστατη ώρα. Ευτυχώς άκουσες το κάλεσμά μου. Δε θα σ’ άλλαζα με το χρυσάφι όλου του κόσμου. Ήμουν έτοιμη να σ’ ακολουθήσω στις σκοτεινιές που βάδιζες’’ άκουσε την αγαπημένη και μελωδική φωνή ξανά.

Όταν άνοιξε τα μάτια του αντίκρισε ξανά έπειτα από μια αιωνιότητα τα δακρυσμένα μάτια της Ενέρ.

‘’Την πρώτη μέρα της Άνοιξης αγαπημένη μου, τούτη τη μέρα σου υπόσχομαι αιώνια αγάπη’’ άκουσε τον εαυτό του να λέει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: