Εκείνο το μουντό και κρύο πρωινό στους πρόποδες του γερασμένου Ζέστρα ο Γκέρκο είπε:
´´Θα πρέπει να φανείς γενναίος στο ταξίδι, που πρόκειται να κάνεις. Θα ταξιδέψεις στο σκοτεινό κόσμο απ’ όπου πολλοί λίγοι είναι αυτοί, που κατάφεραν να επιβιώσουν. Έχω εμπιστοσύνη σε σένα, γιατί μαθήτευσες κοντά μου και ξέρω πως θα κάνεις το καλύτερο που μπορείς.Όμως θα πρέπει να έχεις υπόψιν σου, πως σ’ αυτό τον κόσμο, αν με χρειαστείς δε θα μπορέσεις να με καλέσεις.
Εκεί όπου τα μάτια σου θα δουν το άγριο ρόδο να ανθίζει τότε και μόνο τότε θα απελευθερωθεί από τα δεσμά των μάγων της φυλής των Κράτσακ η αγαπημένη σου Ζανέρ.´´
Τα λόγια του με τρόμαξαν, γιατί θα έπρεπε να βρω μες στη σκοτεινιά του κάτω κόσμου το σημείο όπου τα ρόδα ανθίζουν.
Στο μυαλό μου ήρθαν διάφορες φριχτές ιστορίες για τα πλάσματα που κατοικούσανε σε τούτο τον κόσμο˙ μα ευτυχώς που άκουσα τον Γκέρκο, το μάγο της φυλής των Ακάμ, ο οποίος μου έδωσε μια εικόνα για το τι θα αντιμετώπιζα και κατάλαβα πως η αλήθεια στις διάφορες ιστορίες που ακούγονται απέχει πολύ απ’ την πραγματικότητα.
Ο σοφός δάσκαλός μου, έφτιαξε ένα φίλτρο του οποίου το χρώμα ήταν πορφυρό και μου εξήγησε, πως όταν το χρώμα τούτο θα έπαυε να είναι πορφυρό και δεν θα είχα προλάβει να βρω το ρόδο, θα ήταν πολύ αργά για τη σωτηρία της αγαπημένης μου Ζανέρ. Η Ζανέρ, πριγκίπισσα της φυλής των Φαρναίων, μελαψή, γλυκιά και όμορφη, εύθραυστη σαν τα ροδοπέταλα που ανθίζουν στις όχθες του Κέρκων, είχε πέσει σε αιώνιο ύπνο και οι αρχιερείς και μάγοι του βασιλείου είχαν προβλέψει, πως το πλοιάριο του θεού του θανάτου ξεκίνησε το ταξίδι, για να της πάρει την ψυχή και να την μεταφέρει εκεί, όπου μόνο αυτό μπορεί να ταξιδέψει. Όλοι τους με είχαν συμβουλέψει να απευθύνω επικλήσεις στους Δίδυμους Θεούς, μα εγώ έχοντας εμπιστοσύνη στο σοφό δάσκαλό μου Γκέρκο τον κάλεσα και αφού με δέχτηκε, ξεκίνησα να τον επισκεφτώ. Εκείνος αμέσως κατάλαβε ποιοι ήταν αυτοί οι οποίοι έφεραν σε τέτοια κατάσταση την αγαπημένη μου. Θέλοντας να εκδικηθούν εμένα γιατί δε συμμάχησα μαζί τους όταν μου το ζητήσανε, άρχισαν να φέρνουν το κακό σ’ ανθρώπους που αγαπώ.
Αφού διέσχισα για ένα χειμώνα την γη των βαρβάρων προσέχοντας πάντα γι αυτούς, έφτασα στους πρόποδες του Ζέστρα κοντά στο σημείο όπου ο Γκέρκο ζούσε. Εκείνο το κρύο βράδυ ήρθε κοντά μου και το επόμενο πρωινό, αφού άκουσα τις οδηγίες του, οι οποίες μου δόθηκαν κρυφά από τους αρχιερείς του βασιλείου των Φαρναίων, - διότι δεν είχαν σε καθόλου καλή υπόληψη τον γέρο μάγο της φυλής των Ακάμ- με οδήγησε στο σημείο απ’ όπου θα ξεκίναγα το επικίνδυνο ταξίδι μου.
Οι στοές διαδέχονταν η μια την άλλη κι εγώ φορτωμένος με την δύναμη της αγάπης, η οποία με κρατούσε όρθιο, συνέχιζα να περπατώ και να οδηγούμαι περισσότερο από ένστικτο, παρά από τις οδηγίες του Γκέρκο. Ένοιωσα ένα δυνατό αέρα να με χτυπά και μου φάνηκε πολύ παράξενο, καθώς ποτέ δεν φυσούσε σ’ αυτό τον κόσμο.
Η στοά την οποία ακολουθούσα για πολλή ώρα, μ’ έβγαλε σ’ έναν κόσμο, όπου ούτε στα όνειρά μου δε μπορούσα να φανταστώ πως υπήρχε.
Δεν υπήρχε ίχνος βλάστησης και το μόνο φως που υπήρχε ήταν ένα αχνό, πρασινωπό φως. Μετά από πολλές μέρες δρόμου κατάλαβα πως δεν υπήρχε εναλλαγή ημερών σε τούτο τον κόσμο λες και ο χρόνος είχε σταματήσει. Καταλάβαινα τις ημέρες που περνάγανε από την εμπειρία που είχα αποκτήσει στο δικό μου κόσμο και από την κούραση που συνήθως ένιωθα στο τέλος κάθε μέρας.
Ένα στρίγκλισμα έσχισε τη σιωπή και το αίμα μου πάγωσε. Ξεθηκάρωσα το βαρύ σπαθί μου φτιαγμένο από ατσάλι και διακοσμημένο από πολύτιμες πέτρες πέρα από τους Ανατολικούς κόσμους και άρχισα να περπατώ προσεκτικά, προς το μέρος που ακούστηκε η διαπεραστική στριγκλιά. Τεράστιοι βράχοι υψώνονταν μπροστά μου και το έδαφος άρχισε να γίνεται κατηφορικό όλο και περισσότερο. Μια θεόρατη πύλη άρχισε να παίρνει μορφή και με δέος κοίταξα το ύψος της, ίσα με είκοσι πολεμιστές. Αναρρωτήθηκα τι πλάσματα να την έχουν φτιάξει τούτη τη πύλη και σε τι θεούς πιστεύουν. Οπλίστηκα με θάρρος και την διέσχισα, καθώς δεν υπήρχε άλλη είσοδος για να περάσω.
Με προσεκτικές κινήσεις και σιγά σιγά, πέρασα την τεράστια πύλη, έτοιμος να τα βάλω με τέρατα και πλάσματα που πρώτη φορά θα έβλεπα. Δεν έγινε τίποτα όμως και άρχισα να περπατώ πιο γρήγορα, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά προσεχτικά. Ένα νοητό μονοπάτι θαρρείς πως ξεχώριζε ανάμεσα στα γκρίζα χόρτα, που είχαν καλύψει σχεδόν όλο το έδαφος, μετά την πύλη. Χαμηλά και μουντά, δεν είχα ξαναδεί τέτοιου είδους βλάστηση στο δικό μου κόσμο.
Στο δικό μου κόσμο τα χρώματα κυριαρχούσαν και το μάτι σου δε χόρταινε να τα βλέπει και δεν ήταν λίγες οι φορές που για να βρω γαλήνη, δεν έκανα τίποτα άλλο, παρά ανέβαινα στους λόφους βόρεια της πόλης μου και άφηνα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στα καταπράσινα λιβάδια, κάτω από το γαλάζιο ουρανό.
Ένας υπέροχος τεράστιος ναός εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου˙ κοντοστάθηκα μη ξέροντας τι να κάνω. Ήταν όλος φτιαγμένος από βασάλτη και περίτεχνα σχέδια κοσμούσαν τα τείχη του. Η περιέργεια μου υπερίσχυσε και βάδισα προς την είσοδο του ναού.
Για να μπείς στο ναό, έπρεπε να περάσεις ανάμεσα από τεράστιες κολώνες πάνω στις οποίες ήταν σκαλισμένα φριχτά όντα και δαίμονες, ξερνόντας φωτιά από τα ρουθούνια τους και οι φολιδωτές τους ουρές ήταν έτσι στριφογυρισμένες ώστε να νομίζεις πως είναι έτοιμες να σε χτυπήσουν
Το δάπεδο της εισόδου ήταν απο υλικό άγνωστο σε μένα και πολλές φορές νόμισα πως είδα τεράστια μάτια να ανοιγοκλέινουν και να παρακολουθούν το κάθε μου βήμα, ακριβώς κάτω απο το δάπεδο.
Μπήκα μέσα και πρόσεξα μια τεράστια φωτιά, η οποία έκαιγε στο κέντρο του ναού σε έναν τεράστιο βωμό. Μεθυστικές μυρουδιές από παράξενα βότανα έφτασαν στα ρουθούνια μου και τη θέση του πρασινωπού φωτός, πήρε ένα λαμπερό κοκκινοκίτρινο, μα μόνο μέσα στο ναό. Ψαλμωδίες ακούστηκαν από Ιερείς, οι οποίοι δε φαινόταν πουθενά και ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά μου.
Γονάτισα από σεβασμό στους Θεούς των παράξενων πλασμάτων των οποίων ο ναός ανήκει, έχοντας βάλει στη θήκη το σπαθί μου, καθώς ο Γκέρκο μου είχε τονίσει πολλές φορές στο παρελθόν, πως όλοι οι θεοί απαιτούν το σεβασμό των θνητών. Απόκοσμες φωνές ακούστηκαν την ώρα που έσκυβα το κεφάλι μου και ουρλιαχτά θανάτου τριβόλιζαν στον αέρα. Άκουσα άλογα να χλιμιντρίζουν άγρια και επιθανάτιους ρόγχους πολεμιστών που ξεψυχούσαν. Φτερουγίσματα δυνατά και κρωξίματα άγνωστων πουλιών πήραν τη θέση τους στα αυτιά μου, μα εγώ γαλήνιος από τις ευωδιαστές μυρουδιές δε σάλευα από τη θέση μου.
Κράτησε για πολύ λίγο τούτη η φασαρία, ώσπου μια γλυκιά μελωδία άρχισε να ακούγεται και ήχοι από τρεχούμενο νερό έως και τιτιβίσματα πουλιών του κόσμου μου αναγνώρισα. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα να αιωρείται πάνω από τη φωτιά ένα πλάσμα, που όμοιο του πρώτη φορά αντίκριζα. Δε τρόμαξα και δε σηκώθηκα από τη θέση που βρισκόμουν, παρά μόνο το κοίταξα χωρίς φόβο και το άκουσα να λέει.
‘’Σε καλωσορίζω ξένε στο κόσμο μας. Βρίσκεσαι κάτω απο την έρημο της Σαξ-Τορ-Ναάβ και στην υπόγεια πόλη των Νααβατιανών. Το όνομά σου θα θέλαμε να μας πεις και ακόμη από πού έρχεσαι και ποιος ο σκοπός του ταξιδιού σου στον κόσμο μας.΄΄
‘’Με λένε Μπέλντορ και έρχομαι από διαφορετικό κόσμο. Είμαι ο βασιλιάς των Φαρναίων που κατοικούν ανατολικά των Δαιμονισμένων Θαλασσών και ψάχνω να βρω τον τόπο, όπου ανθίζουν τα άγρια ρόδα στον τόπο σας, γιατί μόνο έτσι θα σώσω την ψυχή της αγαπημένης μου Ζανέρ. Μόνο όταν ραντίσω τα χείλη της με το απόσταγμα των άγριων ροδοπέταλων, το πλοιάριο του θανάτου θα αλλάξει πλεύση.’’
‘’Είσαι άνθρωπος που σέβεται τον κόσμο μας κι αυτό το ‘δειξες μόλις πριν λίγο, μέσα στο ναό μας γι’ αυτό και η φυλή μου θα σε βοηθήσει κάνοντάς σου ένα δώρο.’’
Αμέσως το πλάσμα εξαφανίστηκε και οι φλόγες χαμήλωσαν στο βωμό. Πολλές φιγούρες μικροσκοπικών πλασμάτων άρχισαν να εμφανίζονται από μια κρυμμένη σχισμή στο βάθος του ναού και να έρχονται προς το μέρος μου περικυκλώνοντάς με. Σηκώθηκα και τους περίμενα ήρεμος και χωρίς φόβο. Ξαφνιάστηκα βλέποντας τους να περπατάνε, χωρίς τα πόδια τους να αγγίζουν το έδαφος. Σταμάτησαν λίγα μέτρα μακριά μου και ένας μικροσκοπικός Νααβατιανός άρχισε να με πλησιάζει. Στάθηκε απέναντί μου και σήκωσε τα μικρά σχιστά μάτια του και με κοίταξε. Έχωσε το χέρι του στο βάθος του κίτρινου χιτώνα που φόραγε και έβγαλε ένα ασημένιο μικρό στρογγυλό αντικείμενο και μου το πρόσφερε. Το πήρα στα χέρια μου και το κοίταξα προσεχτικά. Ήταν λείο, χωρίς σχεδόν καθόλου βάρος με παράξενα ιερογλυφικά ζωγραφισμένα πάνω του και λέξεις σε μια άγνωστη γραφή.
Με αργή φωνή το παράξενο πλάσμα που είχα απέναντί μου, μου είπε.
‘’Δεν είναι μακριά ο τόπος που γυρεύεις, μα θα συναντήσεις μια φυλή, η οποία θα προσπαθήσει να σε σταματήσει, γιατί δε συμπαθεί τους ξένους.
Δεν είναι σαν κι εμάς.
Αυτοί δε θα σου δώσουν ευκαιρία να μιλήσεις όπως σου δώσαμε εμείς. Θα χρειαστεί να δώσεις ακόμη και μάχη για να περάσεις από την περιοχή τους.
Το φυλαχτό που σου δώσαμε θα σε προστατεύσει. Ακόμη κι αν ο θάνατος έρθει για σένα, μη φοβηθείς και περίμενέ τον γαλήνιος.
Όταν τα μάτια σου ανοίξουν, τότε θα καταλάβεις και πού βρίσκεται ο τόπος που γυρεύεις.
Έχε το φυλαχτό κοντά στη καρδιά σου κι αυτό θα σε προστατεύσει.’’
Αυτά τα λόγια μου είπε και έτσι αθόρυβα όπως ήρθανε αποχωρήσανε, χωρίς να προλάβω, ούτε καν να τους ευχαριστήσω. Το μυαλό μου γεμάτο απορίες˙ δεν μπορούσα να ερμηνεύσω τα λόγια τους, μα δεν είχα χρόνο για τέτοιους προβληματισμούς, έφτανα κοντά στο στόχο μου όπως τα πλάσματα μου είπαν.
Βγήκα από το ναό και πήρα πάλι το μονοπάτι, που έβγαζε έξω από την πόλη τους. Τα τεράστια κτίρια αραδιασμένα δεξιά κι αριστερά σου δίνανε την εντύπωση πως μέσα σ’ αυτά κατοικούνε γίγαντες και σε τρομάζανε. Μπροστά μου έβλεπα μια πύλη όμοια όπως και στην αρχή της πόλης τόσο ψηλή όπως η προηγούμενη. Τη διέσχισα κι αυτή και το έδαφος άρχισε να γίνεται πάλι στεγνό και μαύρο. Τα γκρίζα χόρτα που υπήρχαν μέσα στη πόλη δεν υπήρχαν έξω απ’ αυτή. Φαίνεται πως αυτά ήταν η μοναδική βλάστηση σε τούτο τον κόσμο.
Περπάταγα ώρες πολλές, ίσως και μέρες, είχα χάσει πλέον την αίσθηση του χρόνου. Το μόνο που κοίταγα ήταν το φιαλίδιο με το πορφυρό υγρό. Όσο διαρκούσε το χρώμα του, δεν έχανα τις ελπίδες μου.
Ο κόσμος τούτος ήταν μπορώ να πω μονότονος, χωρίς ίχνος χρώματος, παρά μόνο τις αποχρώσεις του μαύρου έβλεπες τριγύρω. Δεν υπήρχε ήλιος και παρόλο που η υγρασία σου τρυπούσε τα κόκαλα, το έδαφος ήταν στεγνό και μόνο οι μαύροι βράχοι που ξεφύτρωναν συνεχώς έβλεπες να γυαλίζουν. Ομίχλες μουντές, γκρίζες έκρυβαν πολλές φορές το βαρύ πράσινο της σαπισμένης ατμόσφαιρας. Ναι, η μυρουδιά της σαπίλας βρισκόταν μόνιμα στα ρουθούνια μου. Δε θα μπορούσα ποτέ να ζήσω σε ένα τέτοιο κόσμο.
Νοστάλγησα το βασίλειό μου και την αγαπημένη μου Ζανέρ. Το χαμόγελό της - έτσι όπως το θυμόμουν πριν πέσει στον αιώνιο λήθαργο - μου ‘δινε θάρρος, κουράγιο, αλλά και δύναμη να συνεχίσω, κάνοντας πέρα την απογοήτευση, που πολλές φορές στη διάρκεια τούτου του ταξιδιού, πονηρά προσπαθούσε να φωλιάσει στην καρδιά μου.
Ήταν την ώρα που έκανα τούτες τις σκέψεις, όταν στριγκλιές έσχισαν τη σιωπή, που με συνόδευε και φτερουγίσματα ακούστηκαν. Σήκωσα το κεφάλι μου, για να δω από πού προέρχονται, βγάζοντας ταυτόχρονα το σπαθί μου. Ένιωσα νύχια να μπήγονται στην πλάτη μου και με το ελεύθερο χέρι μου προσπάθησα να απαγκιστρωθώ απ’ αυτά. Γύρισα το κεφάλι μου για να δω τι ήταν τούτα τα παράξενα πουλιά που μου επιτεθήκανε και είδα ανθρωπόμορφα κτήνη να έρχονται κατά δεκάδες πάνω μου. Πέταξα με δύναμη στο έδαφος το πρώτο που μου επιτέθηκε και με το πόδι μου το κλώτσησα μακριά. Έβγαλα την τρομερή πολεμική κραυγή της φυλής μου, που όταν την άκουγαν οι εχθροί μας, το ‘βαζαν στα πόδια. Μα τούτα τα κτήνη φαίνεται πως εξαγριωθήκανε περισσότερο και με περίσσια μανία άρχισαν να σχίζουν τις σάρκες μου. Δεκάδες απ’ αυτά τα τέρατα πέφτανε βγάζοντας άναρθρες κραυγές από το σπαθί μου στο έδαφος, που στο μεταξύ είχε γίνει μαύρο από το πηχτό υγρό που κυκλοφορούσε μέσα στα σώματά τους.
Η μάχη όμως ήταν άνιση, καθώς όσα και να σκότωνα, άλλα τόσα εμφανιζότανε από το μαύρο πέπλο που σκέπαζε τα κεφάλια μας. Τα χέρια μου πλέον είχαν ατονίσει από τη σκληρή μάχη που έδινα και με το ζόρι κρατούσα το βαρύ σπαθί μου όρθιο. Σιγά σιγά έβλεπα τη μάχη να χάνεται, καθώς το αίμα που κύλαγε από το σώμα μου, άρχισε να με κάνει να νιώθω ακόμη πιο αδύναμο.
Εκείνη την ώρα, μου ήρθαν στο μυαλό τα λόγια των Νααβατιανών και αφέθηκα γαλήνιος πια στις ορέξεις των τεράτων. Φρόντισα να έχω το παράξενο μέταλλο στο μέρος της καρδιάς μου - το οποίο δε το ‘νιωθα καθόλου - και έβαλα το χέρι μου εκεί, ώστε να το προφυλάξω. Με το άλλο χέρι μου θηκάρωσα το σπαθί μου και περίμενα ήρεμα τον θάνατο να έρθει να με πάρει, έχοντας όμως εμπιστοσύνη και στην φυλή που είχα συναντήσει μέρες πριν στο διάβα μου.
Τα κτήνη κάνανε το χρέος τους και ο θάνατος άρχισε να με πλησιάζει γοργά. Στο μυαλό μου έφερα τη μορφή της αγαπημένης μου και έχασα τις αισθήσεις μου. Το μόνο που ένοιωσα ήταν μια δύναμη να με παρασέρνει και να με σηκώνει ψηλά.
Δεν έβλεπα τίποτα παρά μόνο άκουγα ήχους γνώριμους και ομιλίες ανθρώπων. Στροβιλιζόμουν με μεγάλη ταχύτητα, ώσπου μια λάμψη εκτυφλωτική μ’ έκανε να ανοίξω τα μάτια μου και να βρεθώ σε ένα καταπράσινο τοπίο σαν αυτά που με κάνουν τόσο να ηρεμώ.
Ήμουν πεσμένος καταγής, όταν σηκώνοντας τα μάτια μου ψηλά είδα τον γνώριμο κι αγαπημένο μου ήλιο να ρίχνει τις καθαρές του ακτίνες πάνω μου ζεσταίνοντάς με και θυμίζοντάς με πως είμαι ζωντανός. Έβαλα το χέρι μου μέσα από το χιτώνα μου και έπιασα το φυλαχτό, που μου είχαν δώσει τα παράξενα πλάσματα και το κοίταξα. Το ασημένιο χρώμα του μετάλλου είχε φύγει και τη θέση του είχε πάρει το χρώμα της σκουριάς. Κρατώντας σφιχτά στο χέρι μου το φυλαχτό, που μου ’σωσε τη ζωή, σηκώθηκα.
Ένα μονοπάτι ξετυλίχτηκε μπρος στα μάτια μου, το οποίο έβγαζε σ’ ένα τεράστιο ξέφωτο με κάθε λογής δέντρα, θάμνους και παράξενα λουλούδια, τα περισσότερα άγνωστα στα μάτια μου, φυτεμένα με τέχνη και με τέτοιο τρόπο, που θαρρείς κάποιος μεγάλος ζωγράφος τα δημιούργησε και πως δεν είναι παρά μια μεγάλη ζωγραφιά, με τα χρώματα να ξεπηδάνε με χάρη και μεγαλοσύνη, δείχνοντας με τον τρόπο τους, πόσο ταπεινά πρέπει να νιώθει ο άνθρωπος μπροστά στο μεγαλείο της φύσης.
Βλέποντας την ομορφιά τούτη δε μπόρεσα να μη φέρω στο μυαλό μου αναμνήσεις πολλών χρόνων, όταν ταξίδευα παρέα με το δάσκαλό μου, το σοφό Γκέρκο και έπινα με λαιμαργία τις γνώσεις που μου έδινε το φωτισμένο μυαλό του σε μέρη σαν και τούτο.
Τα χρώματα παίζανε παράξενο παιγνίδι με τα μάτια μου, ώσπου λίγα μέτρα πιο κάτω αντίκρισα τα άγρια ρόδα ανάμεσα σε πολλά δέντρα και λουλούδια. Έβγαλα το φιαλίδιο, που μου είχε δώσει ο Γκέρκο και κοίταξα το χρώμα του˙ είχε αρχίσει να σβήνει. Ο χρόνος τέλειωνε και έπρεπε να βιαστώ. Έκοψα μερικά ροδοπέταλα και τα έστυψα στα χέρια μου. Προσεκτικά έβγαλα ένα άλλο φιαλίδιο και έχυσα μέσα το απόσταγμα των ροδοπέταλων.
Κοίταξα δεξιά κι αριστερά, για να προσανατολιστώ και να δω προς πια κατεύθυνση θα πήγαινα, όταν το φυλαχτό που είχα στο εσωτερικό του σχισμένου μου χιτώνα άρχισε να αλλάζει χρώματα, Το πήρα στα χέρια μου και ακολούθησα την πράσινη ακτίνα φωτός η οποία έπεφτε αντίθετα προς τη πλευρά του ήλιου.
Χαμογέλασα και τράβηξα προς τα κει σίγουρος πια για το δρόμο που άρχισα να ακολουθώ. Δεν είχα καμιά αμφιβολία πως οι Νααβατιανοί δε με είχαν εγκαταλείψει.
Τα χείλη της μισάνοιξαν μόλις τα ράντισα με το απόσταγμα των άγριων ροδοπέταλων και ένα αχνό χαμόγελο άρχισε να παίρνει μορφή στο ωχρό πρόσωπό της. Δεν μπόρεσε να το ολοκληρώσει, καθώς τα χείλη μου σκέπασαν το χαμόγελό της αγαπημένης μου Ζανέρ.
Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου