Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2008

Ένα Μικρός Ανόητος Θεός

Τούτο το πρωινό νεαρέ Φαρ-Κα, θα σε ταξιδέψω σε κόσμους. όπου μόνο λίγοι ξέρουν πως υπάρχουν.
Την ευκαιρία μου την έδωσε ένα αγαπημένο μου βιβλίο το οποίο αναφέρεται, σε μυστικές συμφωνίες θεών με ανθρώπους.
Είναι ένα βιβλίο πολύ παλιό από την απαρχή τούτου του κόσμου και είναι κρυμμένο καλά, πάνω στις υπόγειες σπηλιές του αγαπημένου μου βουνού, του Ζέστρα.

Μιλάει για πολλά πράγματα που έγιναν στον κόσμο μας και λένε πως είναι γραμμένο από τα χέρια των ίδιων των Δίδυμων Θεών.
Το βιβλίο τούτο, αλλά και ολόκληρη η βιβλιοθήκη των παλιών κατοίκων της Σαΐς, δεν πρέπει να πέσει σε λάθος χέρια, γιατί περιέχει πληροφορίες και τεχνικές για τη μαγεία και όχι μόνο.

Μιλάει για ιστορίες μικρών θεών, που μεταφέρανε μυστικά σε ανθρώπους, άλλους άξιους και άλλους λιγότερο άξιους.
Μιλάει για θεούς, που τιμωρηθήκανε από τους Δίδυμους, γιατί ήρθαν σε επαφή με τους ανθρώπους, χωρίς προηγουμένως να έχουν πάρει άδεια να διδάξουν κανέναν από αυτούς.
Μ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν το κακό κύλησε στη γη, από ανθρώπους, που πραγματικά γίνανε δυνατοί και απόκτησαν τη δύναμη της μαγείας, που τους προσφέρθηκε από τους μικρούς θεούς.
Μα πάντα το κακό θα νικιέται, γιατί οι πολεμιστές των Δίδυμων είναι πιο δυνατοί και κατέχουν τρομερότερα μυστικά από τους άλλους, οι οποίοι ευκαιριακά, δρουν μέσα από τις δυνάμεις του υποχθόνιου.

Για μια τέτοια ιστορία θα σου μιλήσω.

Αιωρούμαι λοιπόν και τραβάω προς το αγαπημένο μου βουνό.
Βρίσκω την είσοδο της σπηλιάς, που θα με οδηγήσει στη μεγάλη βιβλιοθήκη των παλιών κατοίκων της Σαΐς, των ξακουστών Μάτρακ.
Παραμερίζω με το χέρι μου τα γέρικα κλαδιά του κέδρου που σκεπάζουν τον βράχο και λέγοντας την παράκληση προς τους Δίδυμους για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια, άγγιξα το χέρι μου σε ένα σημείο στο πλάι του βράχου κι αυτός άνοιξε μεγαλόπρεπα, αφήνοντας το λιγοστό φως του ήλιου να εισχωρήσει στο διάδρομο.
Γλίστρησα μέσα στη σπηλιά και πατώντας σε ένα συγκεκριμένο σημείο με το πόδι μου, άγγιξα εκεί όπου έπρεπε για να ακούσω τον τεράστιο βράχο πίσω μου να σφραγίζει ξανά την είσοδο.

Ο αέρας εδώ ήταν καθαρός, μα όσο προχωρούσα προς το βάθος του διαδρόμου, γινόταν πιο βαρύς και αποπνικτικός.
Προχώρησα σ’ αυτό το διάδρομο για περίπου ένα χιλιόμετρο, ελαφρά κατηφορικά και έπειτα πήρα μια κατεύθυνση ακόμη πιο κατηφορικά, μέσα από μια στοά την οποία, χιλιάδες χρόνια πριν, οι παλιοί κάτοικοι την είχαν δημιουργήσει.
Ο αέρας δεν ήταν και ότι καλύτερο σε τούτο το βάθος, αλλά οι αεραγωγοί που είχαν φτιάξει οι τεχνίτες των Μάτρακ από διάφορα σημεία της επιφάνειας του βουνού, τα οποία ήταν καλά κρυμμένα, έκαναν τη δουλειά τους και το οξυγόνο που ερχόταν σε τούτο το βάθος έφτανε και περίσσευε για τους ανθρώπους που αποφάσιζαν να εκμεταλλευθούν τα αρχαία βιβλία των παλιών σοφών.

Να ‘μαι λοιπόν στο αγαπημένο μου μέρος. Κάθισα χάμω οκλαδόν και άρχισα ν’ αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο από τις αδυναμίες των θνητών. Γίνομαι άτρωτος λοιπόν από πάθη και ταξιδεύω στα αρχαία χρόνια όπου η ζωή ήταν πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους.
Φτερωτά ανθρωπόμορφα κτήνη κυριαρχούσαν στη γη και είχαν πάρει σχεδόν όλη την κυριαρχία του κόσμου τότε, σε συμμαχία με σαυρόμορφους, οι οποίοι δεν ήταν, παρά πειράματα των καιρών εκείνων, στα κρυφά εργαστήρια κάποιων θεών.

Οι Δίδυμοι απαθέστατοι και αδιάφοροι απ’ τα καμώματα των πλασμάτων εκείνων, δεν δίνανε σημασία, ώσπου κάτι τους ενόχλησε στο εργαστήριο ενός μικρού θεού.

Τούτος λοιπόν ο μικρός, παρασυρόμενος από τα αποτελέσματα για την δημιουργία των σαυρόμορφων, θέλησε να φτιάξει έναν ολόκληρο στρατό από τέτοιους πολεμιστές, με εξαιρετικές πολεμικές ικανότητες.
Μια φυλή ανθρώπων η οποία ζούσε πολύ μακριά από κείνους τους τόπους, δέχτηκε μια μέρα την επίθεση τούτων των ξεχωριστών πολεμιστών και δεν έμεινε παρά μια μόνο οικογένεια ζωντανή. Κατάφερε να ξεφύγει, χάρη στην έγκαιρη επέμβαση των Δίδυμων, οι οποίοι έριξαν το γκρι πέπλο της ομίχλης πάνω τους και τους κάλυψε από τα μάτια των πολεμιστών, οι οποίοι είχαν στο μεταξύ αφανίσει όλο το χωριό των θνητών.

Ακόμη βλέπω τις στριγκλιές των ανθρώπων, οι οποίοι πνιγμένοι στο αίμα, να προσπαθούν να τρέξουν προς το πυκνό δάσος κοντά στο χωριό τους, μα να μη μπορούν να τα καταφέρουν.
Κεφάλια πεταμένα εδώ και κει, σάρκες να καίγονται και κλάματα παιδιών, να συνθέτουν ένα φρικιαστικό τοπίο, βγαλμένο λες μέσα από την κόλαση.
Τα μάτια μου βλέπουν πολλά και το χαμόγελό μου είναι παγωμένο στο πρόσωπό μου, ακόμη και αν ξέρω, πως τελικά τούτη η φυλή, η δικιά μου φυλή δεν πρόκειται να εξαφανιστεί.
Ακόμη και τώρα μετά από χιλιάδες χρόνια, απορώ πως οι Δίδυμοι τους οποίους υπηρετώ, άφησαν να γίνει κάτι τέτοιο.

Το νεαρό αγόρι της οικογένειας που σώθηκε, οι Δίδυμοι το δώσανε σε ένα σοφό γέροντα, ο οποίος κανείς ποτέ δεν έμαθε πως εμφανίστηκε σε τούτο τον κόσμο.
Τούτος ο γέροντας λοιπόν, πήρε το νεαρό αγόρι και το μύησε σε τρομερά μυστικά τα οποία μόνον εκείνος γνώριζε.
Οι γνώσεις του για τον κόσμο μας ήταν τρομακτικές και τεράστιες. Γνώριζε τα πάντα.
Όλα τα μυστικά της φύσης προσπάθησε να τα μεταφέρει στο νεαρό αγόρι για να μπορέσει να επιβιώσει και όχι μόνο.
Του έμαθε την τέχνη της μαγείας, μα και του πολέμου.
Περάσανε πολλά χρόνια μαζί και όταν είδε πως ήταν έτοιμος, του έδωσε και το μυστικό της μακροζωίας.
Ζούσαν στα βάθη της σπηλιάς του Ζέστρα και έτσι κανείς όλα αυτά τα χρόνια δεν τους ενόχλησε.

Όταν είδε πως πλέον ήταν έτοιμος για να κάνει το σκοπό των Δίδυμων πραγματικότητα, τον άφησε ελεύθερο στην ψηλότερη κορυφή του Ζέστρα και του ευχήθηκε καλό ταξίδι.
Ο νεαρός που στο μεταξύ είχε γίνει άντρας, κάθισε, απόλαυσε τον καταγάλανο ουρανό, μύρισε τους κέδρους και τα υπόλοιπα δέντρα και αφού έβγαλε μια τρομερή κραυγή, άρχισε το αέρινο περπάτημα του, πάνω από τις κορφές των δέντρων και προς την κατεύθυνση που ο γέρο δάσκαλός του, του έδωσε.
Γοργά περνούσε τις καταπράσινες πλαγιές του βουνού και οι αισθήσεις του ήταν στο ψηλότερο σημείο.

Άκουσε πλαταγίσματα φτερών και ξεχώρισε ένα σμήνος ανθρωπόμορφων φτερωτών κτηνών να έρχονται καταπάνω του.
Είδε τις φτερούγες τους να ανοίγουν απειλητικά στον ουρανό και τα δόντια τους να γυαλίζουν από τις ακτίνες του ήλιου.
Τα χέρα τους απλωμένα και τα νύχια τους τεράστια, τα βλέπει να τον σημαδεύουν.
Γοργά έβαλε το χέρι του σε μια κρυμμένη τσέπη του ρούχου που φόραγε και έβγαλε από μέσα έναν ατσάλινο κύλινδρο, με αρχαία ιερογλυφικά σκαλισμένα πάνω στο κρύο μέταλλο.
Έπιασε τον κύλινδρο με το αριστερό του χέρι και το σήκωσε προς την πλευρά που ανέτειλε ο ήλιος.
Επικλήσεις προς τους Δίδυμους και μακρόσυρτοι ύμνοι ακούστηκαν από τα χείλη του.

Ξαφνικά από τη μια άκρη του κυλίνδρου, λάμψη εμφανίστηκε σαν λάμα σπαθιού, μόνο που φωσφόριζε σε ένα παράξενο γαλάζιο χρώμα. Το παράξενο τούτο σπαθί λοιπόν, άρχισε να πάλλεται στο χέρι του και ένιωσε μια δύναμη να γεννιέται και να του κυριεύει όλο του το σώμα .
Άρχισε να τραντάζεται και οι σπασμοί δεν τον άφησαν παρά μόνο όταν το κομμένο κεφάλι του πρώτου φτερωτού κτήνους, έβαψε με το αίμα του την παράξενη λάμα.
Αμέσως άρχισε το μεθυστικό του χορό και μια ζάλη ένιωθε όλη τούτη την ώρα της μάχης που έδινε.
Η μυρουδιά του αίματος των πλασμάτων ήταν απαίσια, μα κείνος το μόνο που τον ενδιέφερε, ήταν να προσπαθήσει να σβήσει τη δίψα του σπαθιού του.

Δε σταμάτησε παρά μόνο όταν και ο τελευταίος φτερωτός εχθρός του έπεσε νεκρός.
Αμέσως άρχισε να ηρεμεί και διέκρινε εκατοντάδες πτώματα να κείτονται μπροστά στα πόδια του. Το χόρτο έγινε σκούρο κόκκινο από πράσινο και μόνο τότε συνειδητοποίησε τη δύναμη του κυλίνδρου, που ο γέρος του είχε δώσει με τις ευλογίες των Δίδυμων.
Έβαλε ξανά το παράξενο τούτο όπλο στην κρυμμένη θήκη του και συνέχισε το δρόμο του για να συναντήσει τη μοίρα του.

Δεν πέρασαν πολλές μέρες, όταν εντόπισε το εργαστήριο του μικρού θεού που έψαχνε. Οι Δίδυμοι δώσανε στο Γκέρκο την άδεια να τον τιμωρήσει, διαλέγοντας ο ίδιος την τιμωρία του και να προσπαθήσει έπειτα να εξαφανίσει τους σαυρόμορφους από τον κόσμο εκείνον.
Δεν ήταν εύκολη δουλειά, καθώς ο μικρός θεός γνώριζε τα μυστικά της μαγείας και ο Γκέρκο δεν ήταν, παρά ένας θνητός χαρισματικός, μα δεν έπαυε να είναι θνητός.
Τέτοιες σκέψεις έκανε, όταν είχε διαλέξει για να περάσει το βράδυ του κοντά στο σημείο όπου είχε εντοπίσει τον μικρό θεό, αλλά και αρκετά μακριά ώστε να μη μπορεί εκείνος να καταλάβει την παρουσία του.

Είδε σύννεφα να μαζεύονται πάνω από το εργαστήριο βαριά, μαύρα και πνιχτές φωνές άκουγε καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας.
Λάμψεις έβλεπε στον ουρανό και αλυχτίσματα παράξενων πλασμάτων ακουγόταν. Ποδοβολητά άγριων αλόγων και στριγκλιές ανθρώπινες που ζητούσαν λύτρωση.
Ο νεαρός Γκέρκο άρχισε να μαζεύει τις δυνάμεις του, κάνοντας τις ασκήσεις, που ο γέρος δάσκαλος του είχε μάθει.
Ταυτόχρονα, έφερνε στο μυαλό του, τις αναμνήσεις εκείνες που θα τον χρησίμευαν στην αναμέτρησή του με τον μάγο θεό.

Ενώ έκανε εκείνες τις σκέψεις, ένα ράπισμα του ανέμου ένιωσε στο μάγουλό του και αμέσως αλλόκοσμες φωνές ακούστηκαν.
Προσπάθησε να αντιδράσει, αλλά μάταιος κόπος. Ένας ιστός συναισθημάτων άρχισε να τυλίγεται γύρω από το μυαλό του με τέτοιο τρόπο, ώστε αδυνατούσε να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο πέραν του θανάτου.
Οι αρνητικές σκέψεις που όλη αυτή την ώρα είχαν αγκιστρωθεί σε κάθε σημείο του μυαλού του δεν τον άφηναν ούτε την πιο απλή παράκληση να θυμηθεί.

Ένιωσε να στροβιλίζεται σε μια άυλη μαύρη τρύπα και το σώμα του να χτυπιέται στις αόρατες πλευρές της σήραγγας που τώρα πλέον άρχισε να μικραίνει όλο και πιο πολύ.
Μόλις και μετά βίας χώραγε το σώμα του κι αυτό τον έκανε να πνίγεται.
Ένα φως λευκό έβαλε τέλος στο μαρτύριο του και είδε στην άκρη της στοάς το γέρο δάσκαλό του να του χαμογελά.
Αμέσως χαλάρωσε και γαλήνιος αφέθηκε στο άγγιγμά του.
Μόλις τα χέρια του άγγιξαν τα σκελετωμένα χέρια του γέρου, γεμάτος θετική ενέργεια πια άρχισε να νιώθει τον ιστό που όλη την προηγούμενη ώρα τού ‘στυβε το μυαλό να χαλαρώνει, ώσπου απαγκιστρώθηκε τελείως και άνοιξε τα μάτια του.
Είδε πως βρισκότανε στο σημείο που είχε διαλέξει για να περάσει το βράδυ και κατάλαβε πως ο μικρός θεός άρχισε να παίζει επικίνδυνα παιγνίδια μαζί του.

Δεν είχε προλάβει να χαράξει, όταν άκουσε συρσίματα κάπου κοντά του.
Σηκώθηκε και αφού έβγαλε το παράξενο σπαθί του, άρχισε να υμνεί τους Δίδυμους και να τους παρακαλά να του δώσουν τη δύναμη και το κουράγιο που θα χρειαζόταν, για να αντιμετωπίσει τους όποιους κινδύνους έβρισκε στο διάβα του.
Όταν τους είδε, συνειδητοποίησε το μέγεθος της άσχημης κατάστασης στην οποία είχε έρθει.
Μόνο το μυαλό ενός αρρωστημένου θεού θα μπορούσε να σκεφτεί και να δημιουργήσει κάτι τέτοιο.

Σήκωσε το σπαθί του ψηλά στον ουρανό, ώσπου εκείνο άρχισε για μια ακόμη φορά να τον τραντάζει και να του δίνει εκείνη την θεϊκή σχεδόν δύναμη, που τον έκανε άτρωτο.
Έκανε την επίθεσή του γοργά και τα πόδια χωρίς να αγγίζουν το έδαφος, άρχισαν να αιωρούνται πάνω από τα τέρατα και να χτυπά δυνατά στον χοντροκομμένο τους λαιμό.
Ένα πηχτό πράσινο υγρό άρχισε να ξεπηδά από τους λαιμούς των σφαγμένων σαυρόμορφων, μα κείνος δεν έδινε σημασία, καθώς η μάχη που έδινε, τον είχε ολοκληρωτικά απορροφήσει. Ένα σύννεφο τον είχε τυλίξει όλη τούτη την ώρα που πολέμαγε, μα ο Γκέρκο δεν είχε δώσει σημασία.

Εκατοντάδες τέρατα κείτονταν νεκρά κάτω από τα πόδια του, μα συνέχιζαν να έρχονται κι άλλα. Πολλά πέφτανε νεκρά μόλις αγγίζανε το γαλάζιο σύννεφο που τον είχε τυλίξει, μα ο Γκέρκο ούτε καν που το πρόσεξε.
Είχε σχεδόν βραδιάσει, όταν και το τελευταίο κεφάλι ενός πλάσματος αποχωριζότανε το σώμα του και το γαλάζιο σύννεφο άφηνε τον Γκέρκο απαλά, όπως απαλά τον είχε τυλίξει.
Το σώμα του άρχισε να ηρεμεί, το ίδιο και το πνεύμα του και η παράξενη λάμα του σπαθιού του υποχώρησε, όταν ένιωσε την ανάγκη να ξεκουραστεί.
Έκλεισε τα μάτια του και έτσι όπως ήταν γονατισμένος, έκανε να ξαπλώσει στο βαμμένο από το αίμα χόρτο.

Μια φωνή όμως ακούστηκε στο βάθος του μυαλού του που τον καλούσε να σηκωθεί και να προσπαθήσει να πολεμήσει.
Κατάλαβε πως ήταν η φωνή του δασκάλου του, ο οποίος προσπαθούσε να τον κάνει να βρίσκεται σε εγρήγορση και να μη χαλαρώνει στην αρχή της πιο δύσκολης πνευματικής μάχης.

Άνοιξε τα μάτια του και είδε αγγελόμορφες φιγούρες να τον καλούν δίπλα του χαμογελώντας, μα ο Γκέρκο δεν άφησε τα συναισθήματά του να τον παρασύρουν και αφού θωράκισε το μυαλό του με θετικές σκέψεις και ενέργεια, άρχισε να περπατά αέρινα προς το μέρος τους, ψάλλοντας τους ύμνους των θεών που τον προστάτευαν και όταν έφτασε μόλις λίγα μέτρα μακριά τους, αυτές οι μορφές εξαφανίστηκαν τόσο ξαφνικά, όσο ξαφνικά είχαν εμφανιστεί.

Στα αυτιά του ήρθαν διαπεραστικοί ήχοι από παράξενους ιερείς, όπου μόνο τους μαύρους μανδύες τους έβλεπες να ανεμίζουν.
Ο Γκέρκο άρχισε να στροβιλίζεται και να χορεύει πάνω απ’ τα δέντρα. τα οποία τον ακολούθησαν στο ρυθμό του και μαζί και ο άνεμος να παρασέρνει τους ιερείς και να τους εξαφανίζει σε μέρη, απ’ όπου πλέον δεν έχουν ελπίδα επιστροφής.

Χρώματα άρχισαν να ξεπηδάνε από μια τρύπα στην άκρη του εργαστηρίου του μικρού θεού και άρχισαν να πλημμυρίζουν το χώρο γύρω απ’ αυτό. Ο Γκέρκο στην αρχή τα ‘χασε, μα μόνο για μια στιγμή, καθώς με μια κίνηση διείσδυσε μέσα σ’ αυτή τη θάλασσα των χρωμάτων και είδε επιτέλους τον μικρό απατεώνα θεό, να προσπαθεί να ξεφύγει, φτιάχνοντας ένα πέπλο, όπου θα τον έκανε αόρατο από τα μάτια των άλλων.
Έβγαλε με γρήγορες κινήσεις ένα πορφυρό υγρό και το ‘ριξε προς το μέρος του ανόητου θεού.
Μια στριγκιά φωνή ακούστηκε και αμέσως τα χρώματα εξαφανίστηκαν, αφήνοντας τον γυμνό και απροστάτευτο στις ορέξεις του Γκέρκο.
Αμέσως έπεσε πάνω του και τον ακινητοποίησε, με το πόδι του να πιέζει το λαιμό του.
Επικαλέστηκε τη δύναμη των Άκατ και Όταρ και ζήτησε με παρακλήσεις και ύμνους προς αυτούς, να τον βοηθήσουν να τελειώσει το έργο του.

Το όραμα του τελευταίου νότιου νησιού τον κυρίευσε και κατάλαβε ποια θα ήταν η τιμωρία του μικρού θεού.

Άρχισε να νιώθει τη δύναμη να έρχεται και να τον τραντάζει και με μια κίνηση άρπαξε το απατεώνα και τον σήκωσε ψηλά.
Ένα μαύρο σύννεφο έκανε την εμφάνισή του από το βορρά και τους τύλιξε μεταφέροντάς τους στην νότια άκρη του γνωστού κόσμου.
Φτάσανε στο τελευταίο νησί και μόλις το αντικρίσανε ο μικρός θεός ζητούσε τη συγχώρεση των Δίδυμων.

Ο Γκέρκο όμως σκληρά, καθώς ο δάσκαλός του αυτό του δίδαξε, με ξόρκια δυνατά πέταξε το κουφάρι του μικρού θεού να ταΐσει τους γλάρους και άφησε την ψυχή του να ταξιδεύσει φυλακισμένη πλέον, σε τούτο το νησί, όπου δε θα μπορέσει ποτέ να ξεφύγει και πάντα θα τυραννιέται, μέχρι τούτος ο κόσμος να εξαφανιστεί όπως τόσοι άλλοι, παρασύροντας τις ψυχές των τιμωρημένων, μακριά στα βάθη του χρόνου, ώσπου η μητέρα του σύμπαντος να τους απορροφήσει στο ίδιο της το σώμα και να τους καθαρίσει από τα λάθη που διέπραξαν όταν κάποτε τους δόθηκε η ευκαιρία να ζήσουν.

Αυτή ήταν η ιστορία ενός μικρού κι ανόητου θεού, που προσπάθησε να ξεπεράσει αυτά όπου μόνον λίγοι μπορούν να το κάνουν κι αυτοί οι λίγοι, όχι χωρίς την άδεια των Δίδυμων Θεών Άκατ και Όταρ.

Πλέον ξαναγυρνώ στο σώμα μου και παίρνω το δρόμο του γυρισμού, γιατί εγώ ο Γκέρκο, ο τελευταίος της φυλής των Ακάμ θα πρέπει να διδάξω την τέχνη της μαγείας σε ευγενικές ψυχές ανθρώπων, οι οποίοι μόνον αυτοί μπορούν να διδαχθούν, καθώς αυτοί έχουν την εύνοια των Δίδυμων, στους οποίους χρωστώ την ύπαρξή μου κι εσύ Φαρ-Κά είσαι ένας απ’ αυτούς, καθώς οι θεοί σου δώσανε το σημάδι τους.

Δέξου λοιπόν αυτά που σου προσφέρονται με σύνεση και να ‘σαι σίγουρος πως, όπως εγώ στο πέρασμα των αιώνων τίμησα με τη στάση μου τους θεούς που υπηρετώ έτσι και συ είμαι πλέον βέβαιος πως θα πράξεις το ίδιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: